12 06 2022 | 11:35
Με ρυθμούς πυροβόλου… πέφτουν οι ανατιμήσεις σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της αγοράς εξαιτίας της φρενήρους πορείας των διεθνών τιμών του αργού πετρελαίου μπρεντ.
Το φράγμα των 120 δολαρίων το βαρέλι κατέρρευσε… και πλέον ο επόμενος πήχης είναι τα 150 δολάρια, με τους αναλυτές και τα στελέχη των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών να αδυνατούν να κάνουν προβλέψεις για τις επιπτώσεις στο σύνολο της οικονομίας. Ακόμη και οι εκτιμήσεις για το πού θα φτάσει η τιμή της βενζίνης και του πετρελαίου κίνησης μοιάζουν έωλες αφού κάθε μέρα οι αυξήσεις πέφτουν σωρηδόν.
Είναι χαρακτηριστικό, όπως ανέφερε στα «ΝΕΑ» υψηλόβαθμο στέλεχος πετρελαϊκής εταιρείας, πως «ακόμη και η πρόβλεψη για τη διαμόρφωση της βενζίνης τις επόμενες εβδομάδες στα επίπεδα των 2,5-2,6 ευρώ στα αστικά κέντρα, έναντι των περίπου 2,35 ευρώ ανά λίτρο σήμερα, κρίνεται επισφαλής…». Η ίδια πηγή προσθέτει με ανησυχία: «Τις επόμενες τρεις μέρες πρόκειται να περάσουν αυξήσεις 0,10 ευρώ το λίτρο στο ντίζελ κίνησης, 0,03 ευρώ στην αμόλυβδη».
Η κούρσα ανόδου των τιμών του αργού πετρελαίου πυροδοτήθηκε από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και το εμπάργκο κατά των ρωσικών πετρελαιοειδών προϊόντων. Με δεδομένο ότι το πετρέλαιο αποτελεί πρώτη ύλη για πλειάδα βιομηχανικών προϊόντων και άλλων καταναλωτικών αγαθών, το κόστος πια είναι ασήκωτο… για τις επιχειρήσεις οι οποίες δεν προλαβαίνουν να μετακυλίουν αυξήσεις.
«Η πορεία και η διαμόρφωση των τιμών της βενζίνης και του ντίζελ κίνησης στην εγχώρια αγορά επηρεάζονται από το αργό πετρέλαιο αλλά και τις χρηματιστηριακές τιμές των συγκεκριμένων προϊόντων όπως διαμορφώνονται στην πλατφόρμα της Μεσογείου Platt’s. Μεγάλο ρόλο επίσης παίζει και η ισοτιμία ευρώ/δολαρίου, με το αμερικανικό νόμισμα να είναι πλέον ισχυρότερο», εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος του Συνδέσμου Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδας Γιάννης Αληγιζάκης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «οι μεγάλες αυξήσεις έχουν οδηγήσει σε φρενάρισμα της ανάκαμψης των πωλήσεων της βενζίνης και του πετρελαίου κίνησης. Ωστόσο, μείωση δεν παρατηρείται αλλά αντίθετα λόγω της υψηλής τουριστικής κίνησης θα δούμε και ακόμη μεγαλύτερη ζήτηση καυσίμων». Τα υγρά καύσιμα κίνησης στη χώρα μας πωλούνται ακριβότερα κατά 45% με 46% σε σχέση με πέρυσι, ενώ σε νησιωτικές περιοχές οι τιμές της αμόλυβδης βενζίνης φτάνουν ακόμη και τα 2,8 ευρώ το λίτρο.
Σε εποχές Μνημονίων
Σε ανατιμητικό κρεσέντο βρίσκεται η αγορά το τελευταίο διάστημα, με νέο κύκλο αυξήσεων σε βασικά καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες να βρίσκεται προ των πυλών, ακόμα και σε διψήφια ποσοστά.
Η άνοδος τιμών έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, με τους τιμοκαταλόγους των επιχειρήσεων να αλλάζουν από μήνα σε μήνα, και κανείς δεν μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα πού θα φτιάσει και πότε θα σταματήσει.
‘Ηδη, επιχειρηματίες δηλώνουν ότι θα επανεξετάσουν τις τιμές μετά την αύξηση έως και 20% στην οποία, όπως λένε, αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε μια ευρεία γκάμα προϊόντων εξαιτίας της αύξησης του κόστους της ενέργειας, των μεταφορικών και των υλικών συσκευασίας.
Το κύμα ακρίβειας που σαρώνει την αγορά έχει οδηγήσει ήδη τα νοικοκυριά σε αναδίπλωση και περιορισμό των δαπανών, με αναλυτές να υπογραμμίζουν πως η καταναλωτική συμπεριφορά των Ελλήνων επιστρέφει σε εποχές Μνημονίων. Στελέχη από το λιανεμπόριο τροφίμων εκτιμούν ότι οι πωλήσεις θα συνεχίσουν να μειώνονται και το δεύτερο εξάμηνο. Οι ανατιμήσεις πλήττουν περισσότερο τα πιο φτωχά νοικοκυριά.
Μελέτη της Τράπεζας Πειραιώς δείχνει ότι σε μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα μεταξύ 751-1.100 ευρώ τα νοικοκυριά δαπανούν το 27,1% και το 13,6% του εισοδήματός τους για διατροφή και ενέργεια αντίστοιχα, ενώ αντίθετα τα νοικοκυριά με εισοδήματα άνω των 3.500 ευρώ δαπανούν μόνο το 18,7% και το 10,5% του εισοδήματός τους για τις ίδιες κατηγορίες αγαθών.
Τα σημάδια υστέρησης αποτυπώνονται ήδη στο μέσο καλάθι με μείωση των πωλήσεων ακόμα και σε βασικά καταναλωτικά αγαθά. Εξι στους δέκα καταναλωτές, όπως προκύπτει από έρευνα του ΙΕΛΚΑ, έχουν μειώσει τις αγορές τους σε είδη τροφίμων και παντοπωλείου, αντίστοιχο ποσοστό αγοράζει με βασικό κριτήριο την τιμή και τα χρήματα που διαθέτει και το 74% του δείγματος δηλώνει ότι επιλέγει φθηνότερα προϊόντα.
(των Δήμητρας Σκούφου, Χρήστου Κολώνα, Οικονομικός Ταχυδρόμος)