11 04 2022 | 07:48
Πιο συμφέρουσα οικονομικά είναι η αγορά μίας πλωτής δεξαμενής (FSU) που θα εγκατασταθεί στη Ρεβυθούσα, από την ενοικίαση ενός κατάλληλα εξοπλισμένου δεξαμενόπλοιου LNG, συμπεραίνει ο ΔΕΣΦΑ στην ανάλυση κόστους-οφέλους που πραγματοποίησε για την προσθήκη μίας νέας ανάλογης υποδομής στον τερματικό σταθμό, με σκοπό την ενίσχυση της ασφάλειας τροφοδοσίας.
Η μελέτη, η οποία τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση από τη ΡΑΕ την Παρασκευή 8 Απριλίου, εξετάζει τα σχετικά κόστη σε χρονικό ορίζοντα 5ετίας. Έτσι, αν ενοικιασθεί ένα FSU έως το 2022, με όρους καθαρής παρούσας αξίας, το κόστος θα ήταν 110,6 εκατ. ευρώ. Αν πάλι αγορασθεί μία ανάλογη υποδομή, τότε το κόστος θα ήταν 172,8 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο, η απομένουσα αξία του FSU μετά την 5ετία εκτιμάται ότι θα ήταν 108 εκατ. ευρώ, και πάλι με όρους καθαρής παρούσας αξίας. Επομένως, αφαιρώντας την αξία του FSU, το πραγματικό «ισοζύγιο» της δεύτερης λύσης είναι 62,2 εκατ. ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι θα ήταν φθηνότερη κατά 48,4 εκατ. ευρώ.
Ανεξάρτητα πάντως από οποιαδήποτε λύση κι αν επιλεγεί, η προσθήκη μίας τέταρτης δεξαμενής στη Ρεβυθούσα είναι πολύ σημαντική για την ασφάλεια εφοδιασμού με αέριο στην περίπτωση που διακοπεί η ροή ρωσικού αερίου, ενώ τεκμηριώνεται πλήρως από τη μελέτη. Κι αυτό γιατί οι υφιστάμενες τεχνικές δυνατότητες του τέρμιναλ δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στην κατακόρυφη αύξηση των εισαγωγών LNG, που θα χρειάζονταν, αν τυχόν διακόπτονταν οι εισαγωγές καυσίμου από τη Μόσχα.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η τέταρτη δεξαμενή θα έχει χωρητικότητα τουλάχιστον 150.000 κυβικά μέτρα, αυξάνοντας επομένως κατά 70% τη δυναμικότητα του τερματικού σταθμού, από τα 225.000 κυβικά μέτρα σε τουλάχιστον 380.000 κυβικά. Με την προσθήκη της, η δυνατότητα διακίνησης φορτίων LNG από τη Ρεβυθούσα θα ενισχυθεί κατά 27 Τεραβατώρες, από τις 38 στις 65 TWh. Επομένως, ο τερματικός σταθμός θα μπορούσε πλέον να καλύψει το 25% της επιπλέον ζήτησης για φυσικό αέριο (τόσο στην Ελλάδα όσο και στα γειτονικά κράτη), την οποία θα προκαλούσε η διακοπή των ροών από τη Ρωσία.
Με βάση τη μελέτη, σε ένα τέτοιο σενάριο, για να μην υπάρξουν περικοπές στην προμήθεια αερίου, το επόμενο 12μηνο (από τις 31/3/2022 έως τις 31/3/2023) θα έπρεπε να καταφθάσουν στην Ελλάδα επιπλέον ποσότητες υγροποιημένου αερίου που ανέρχονται συνολικά σε 45 Τεραβατώρες και οι οποίες αντιστοιχούν στην έλευση 50 επιπλέον φορτίων.
Οι εισαγωγές αυτές θα προτίθεντο στις ποσότητες LNG 38 Τεραβατώρων (και 46 φορτίων) που είναι ήδη προγραμματισμένο να εισαχθούν στην Ελλάδα μέσω της Ρεβυθούσας το επόμενο 12μηνο. Αυτό σημαίνει πως το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα θα κατέφθαναν 96 φορτία, ή αλλιώς ότι θα έπρεπε να εκφορτώνονται μία παραγγελία ανά τρεις ημέρες περίπου. Κάτι που δεν είναι εφικτό να γίνει με την αποθηκευτική ικανότητα της Ρεβυθούσας.
Ως συνέπεια, «η έλλειψη αποθηκευτικής ικανότητας δεν επιτρέπει πρόωρη άφιξη φορτίων, ενώ οι ανάγκες για φυσικό αέριο δεν επιτρέπουν καθυστερημένες αφίξεις, καθώς αυτό θα οδηγούσε σε ανεπάρκεια καυσίμου. Η καθυστερημένη άφιξη ενός φορτίου θα οδηγούσε σε περικοπή στην τροφοδοσία», σημειώνεται στην έκθεση.
Αντίθετα, χάρις στο FSU, το τέρμιναλ θα μπορεί να εξυπηρετήσει την άφιξη φορτίων LNG με την απαιτούμενη συχνότητα, ενώ θα απέτρεπε επίσης την οικονομική ζημία από τη μη έγκαιρη παράδοση των φορτίων LNG. Σύμφωνα με τον ΔΕΣΦΑ, ακόμη και η αστοχία παράδοσης ενός μικρού φορτίου 500 Γιγαβατώρων, σε περίοδο αιχμής της ζήτησης, με βάση ακραία συντηρητικές εκτιμήσεις, θα οδηγούσε σε απώλειες της τάξης των 250 εκατ. ευρώ
ΠΗΓΗ energypress.gr