18 02 2022 | 07:43
«Έχουν πέσει στο τραπέζι συζητήσεις για μειώσεις στους φόρους είτε στον ΦΠΑ είτε στους ειδικούς φόρους καυσίμων αλλά και μια εφάπαξ παροχή στοχευμένη σε κάποια νοικοκυριά» τόνισε σε σχέση με την αντιμετώπιση της ακρίβειας ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, Φραγκίσκος Κουτεντάκης.
Το πρώτο που έχει γίνει, επεσήμανε μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα, είναι οι επιδοτήσεις στους παρόχους ενέργειας για να απορροφήσουν ένα μέρος των αυξήσεων, ώστε να μην περνάει το σύνολο των αυξήσεων στα νοικοκυριά.
«Έχουν συζητηθεί πολλά», σημείωσε. Αναφερόμενος πιο ειδικά στο θέμα της μείωσης του ΦΠΑ, εκτίμησε ότι είναι προβληματικό μέτρο, για τον λόγο που έχει ακουστεί ήδη από πολλούς, το κατά πόσο θα περάσει στις τελικές τιμές, που είναι και το ζητούμενο.
«Το θέμα με την βενζίνη είναι διαφορετικό, δηλαδή η πιθανότητα να μεταφραστεί σε μειωμένες τιμές στα πρατήρια είναι μεγαλύτερη ακριβώς γιατί συνδέεται με την επίσημη τιμή των διυλιστηρίων. Εδώ όμως υπάρχει ένα θέμα αναδιανεμητικό, υπάρχει δηλαδή μια μείωση του φόρου των καυσίμων θα προκαλέσει ένα δημοσιονομικό κόστος, καθώς τα έσοδα από τους συγκεκριμένους φόρους ανέρχονται περίπου στα 4 δισ. σε ετήσια βάση. Μια οριζόντια μείωση του ειδικού φόρου καυσίμων θα κάνει φθηνότερη την βενζίνη για όλους, όχι μόνο για αυτούς που έχουν ανάγκη, αλλά και για αυτούς που δεν έχουν ανάγκη και έχουν ακριβό αυτοκίνητο μεγάλου κυβισμού που καίει πολύ βενζίνη και θα ευνοηθούν από κάτι τέτοιο» εξήγησε ο κ. Κουτεντάκης.
Το θέμα είναι πώς μοιράζεται το κόστος του πληθωρισμού
Αξιολογώντας ότι η μείωση του ειδικού φόρου στα καύσιμα αποτελεί ένα οριζόντιο μέτρο υψηλού κόστους, ο κ. Κουτεντάκης εξέφρασε την γνώμη ότι θα ήταν καλύτερο να υπάρξουν στοχευμένες παρεμβάσεις σε αυτούς που έχουν ανάγκη με κριτήρια εισοδηματικά ή περιουσιακά ώστε «να απορροφηθεί το κόστος στους ανθρώπους που πραγματικά έχουν ανάγκη και οι οποίοι πιέζονται σοβαρά από αυτό που συμβαίνει», όπως είπε χαρακτηριστικά.
«Για παράδειγμα συζητάμε για τον πληθωρισμό του Ιανουαρίου στο 6,2%. Δεν θα έπρεπε να συζητάμε για αυτό, αλλά θα έπρεπε να συζητάμε για το κόστος της στέγασης, που αυξήθηκε κατά 22,6%, πολλαπλάσιο από την αύξηση 6,2% στο μέσο όρο και το πρόβλημα είναι ότι η στέγαση όπως και τα τρόφιμα είναι στοιχεία που απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος των πιο φτωχών νοικοκυριών» υπογράμμισε ο κ. Κουτεντάκης.
Και στην ενέργεια μπορούν να γίνουν παρεμβάσεις, συμπλήρωσε, καθώς είναι μικρή αγορά και οι πάροχοι ενέργειας είναι συγκεκριμένοι. Στην Γαλλία, ανέφερε ως παράδειγμα ο κ. Κουτεντάκης, με σχετική παρέμβαση στον εθνικό πάροχο ρεύματος ορίστηκε πλαφόν στην αύξηση της τάξης του 3%-4%.
«Ο πληθωρισμός προκαλεί κόστος για όλους, το θέμα είναι πώς μοιράζεται αυτό το κόστος. Με τις στοχευμένες ενισχύσεις δεν λύνεται ακριβώς το πρόβλημα, περιορίζονται οι απώλειες της αγοραστικής δύναμης σε κάποιες κατηγορίες πολιτών. Ο πληθωρισμός ως γνωστόν έχει προέλθει από τις αυξήσεις κυρίως λόγω της ενέργειας, η οποία έχει συμπαρασύρει και τις μεταφορές και όλες τις εφοδιαστικές αλυσίδες και σιγά σιγά επεκτείνεται στα περισσότερα αγαθά και δευτερευόντως στις υπηρεσίες. Ο πληθωρισμός από μόνος του έχει ένα στοιχείο που είναι κυρίως αναδιανεμητικό, βλάπτει κάποιος ανθρώπους περισσότερο και κάποιους λιγότερο, κάποιους ενδεχομένως τους ωφελεί κιόλας. Όσο αφορά τους τρόπους αντιμετώπισής του, έχουν να κάνουν αφενός με τις νομισματικές πολιτικές που ακολουθούν οι κεντρικές τράπεζες για να τον περιορίσουν, αφετέρου με το ότι προκύπτει η ανάγκη ενισχύσεων συγκεκριμένων κατηγοριών πολιτών ακριβώς γιατί το αυξημένο κόστος σε κάποια είδη πρώτης ανάγκης μπορεί να δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα» ανέφερε ο Επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής.
Αδύναμος κρίκος της Ευρωζώνης η Ελλάδα
Συνοψίζοντας, ο κ. Κουτεντάκης ανέφερε πως το 2020 έκλεισε με 7,5% πρωτογενές έλλειμμα για την χώρα μας, η πρόβλεψη του προϋπολογισμού για το 2021 είναι να κλείσει καλύτερα και το 2023 σε έναν χρόνο από τώρα, θα υπάρχει σε ισχύ ένα Σύμφωνο Σταθερότητας που θα πρέπει να το δούμε.
«Ανεξαρτήτως αυτού έχουμε 200% δημόσιο χρέος, ένα παρελθόν όχι τόσο ευνοϊκό, που μας καθιστά στην κατάσταση που βρισκόμαστε, με την διεθνή αύξηση των επιτοκίων έναν σχετικά αδύναμο κρίκο στην Ευρωζώνη. Έχουμε το υψηλότερο χρέος ως προς το ΑΕΠ στην Ευρωζώνη, έχουμε τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού στην Ευρωζώνη, προφανώς παραμένουμε αδύναμος κρίκος».
ΠΗΓΗ energypress.gr