05 02 2021 | 08:33
«Ήταν ένα έτος-σταθμός και το δυσκολότερο στην καριέρα μου». Έτσι χαρακτήρισε το 2020 ο διευθύνων σύμβουλος της British Petroleum, Μπέρναρντ Λούνεϊ, μετά τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων του ομίλου του, ο οποίος κατέγραψε ζημίες 5,7 δισ. δολαρίων, για πρώτη φορά μετά από μία δεκαετία.
Αιτία γι’ αυτό, όπως είναι προφανές, ήταν η μεγάλη «βουτιά» στην τιμή του μαύρου χρυσού, εξαιτίας του «παγώματος» της παγκόσμιας οικονομίας μετά τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν λόγω πανδημίας, στο πρώτο κύμα της άνοιξης. Το σοκ ήταν μεγάλο καθώς ένα βαρέλι Brent έφτασε να αποτιμάται κοντά στα 20 δολάρια στα μέσα Απριλίου, έναντι 67 δολαρίων στις αρχές του έτους!
Η BP δεν αποτελεί, βεβαίως, εξαίρεση. Για του λόγου το αληθές, στην ίδια ή και ακόμη χειρότερη μοίρα βρίσκεται η αμερικανική ExxonMobil, που «έγραψε» πέρυσι απώλειες για πρώτη φορά μετά από 40 χρόνια, οι οποίες έφτασαν στα 20,1 δισ. δολάρια. Αλλά και η επίσης αμερικανική Chevron είδε ζημίες της τάξης των 5,5 δισ. δολαρίων το 2020, έναντι κερδών 2,9 δισ. το 2019. Όσο για τη Shell, τα κέρδη της υποχώρησαν κατά 71% και διαμορφώθηκαν στα 4,8 δισ. δολάρια, το χαμηλότερο ποσό εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες.
Πλέον, αναμένονται και τα αποτελέσματα της γαλλικής Total, την ερχόμενη Τρίτη 9 Φεβρουαρίου, ώστε να ολοκληρωθεί η εικόνα των πέντε μεγαλύτερων ιδιωτικών πετρελαϊκών ομίλων παγκοσμίως (εξαιρούνται, για προφανείς λόγους, οι κρατικές εταιρείες, όπως Saudi Aramco, Rosneft κλπ). Αν και οι αναλυτές εκτιμούν ότι θα είναι κάπως καλύτερα σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές της, η συνολική εικόνα δεν θα αλλάξει.
Συμφωνία-ορόσημο
Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι σε επίπεδο τιμών έχει επέλθει αλλαγή και μάλιστα σημαντική. Είναι χαρακτηριστικό ότι η τιμή του αργού έχει επανέλθει στα επίπεδα που βρισκόταν πριν την εμφάνιση της Covid-19 και πλησιάζει ήδη τα 60 δολάρια το βαρέλι. Ωστόσο, αυτό δεν οφείλεται στην ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και της ζήτησης – η οποία πέρυσι υποχώρησε κατά 9% σε σύγκριση με το 2019 – αλλά σε έναν άλλο παράγοντα.
Όπως ίσως γνωρίζουν όσοι ασχολούνται με τον συγκεκριμένο κλάδο, το «κλειδί» ήταν η συμφωνία ανάμεσα σε δύο από τους ισχυρούς των αγορών, τη Σαουδική Αραβία που είναι ηγέτιδα δύναμη του ΟΠΕΚ και τη Ρωσία, να περιορίσουν τεχνητά την παραγωγή, ώστε να στηρίξουν τις τιμές και τα έσοδά τους.
Δεν θα συνιστούσε υπερβολή, μάλιστα, ο ισχυρισμός ότι η παραπάνω συμφωνία αποτέλεσε ορόσημο. Κι αυτό διότι η ανάγκη και το ένστικτο επιβίωσης έκανε δύο κατεξοχήν ανταγωνιστές σε όλα σχεδόν τα μέτωπα, τη Μόσχα και το Ριάντ, να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι και να βρουν κοινό τόπο – προς λύπη, παράλληλα, όλων των κρατών που είναι απόλυτα εξαρτημένα από τις εισαγωγές (όπως η Κίνα, η Ινδία, αλλά και οι «27» της ΕΕ) και βλέπουν το κόστος να αυξάνεται σημαντικά.
Δεν αποκλείεται, λοιπόν, κάτι ανάλογο να συμβεί και σε επιχειρηματικό επίπεδο το επόμενο διάστημα. Ήδη, τις προηγούμενες αποκαλύφθηκε ότι οι διευθύνοντες σύμβουλοι των δύο Αμερικανών «γιγάντων» του κλάδου, της Chevron και της ExxonMobil, υπό την πίεση των εξελίξεων, εξέτασαν πέρυσι το ενδεχόμενο συγχώνευσης των ομίλων τους.
Όπως είναι φανερό, εάν προχωρούσε ένα τέτοιο deal – κάτι που θα προϋπέθετε και το πράσινο φως της επιτροπής ανταγωνισμού, κάτι που θεωρείται δύσκολο – τα δεδομένα θα άλλαζαν άρδην στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου. Παρά το γεγονός, όμως, ότι τίποτε τελικά δεν έγινε (ούτε καν επιβεβαιώνεται επισήμως), η αλήθεια είναι ότι ο πετρελαϊκός κλάδος βρίσκεται σε φάση συνολικής αναθεώρησης της στρατηγικής του, η οποία μάλλον επιταχύνεται από την κρίση της πανδημίας.
Ανάμεσα στα άλλα, η στροφή στις εναλλακτικές πηγές ενέργειας και την εκμετάλλευσή τους, στο πλαίσιο της «πράσινης οικονομίας», είναι δεδομένη και ορατή ήδη. Όχι μόνο σε επίπεδο επιχειρήσεων, αλλά αι κρατών – κυρίως όσων είναι σχεδόν αποκλειστικά εξαρτημένα από τον φυσικό τους πλούτο, όπως η Σ. Αραβία και τα γειτονικά της βασίλεια.
Οι αλλαγές, ωστόσο, δεν θα περιοριστούν εκεί – πολύ περισσότερο καθώς η εποχή του πετρελαίου και των υδρογονανθράκων απέχει αρκετά από το τέλος της. Η «κρίση ταυτότητας» πετρελαιοπαραγωγών κρατών και εταιρειών θα φέρει σειρά ανακατατάξεων, πιθανότατα και ανατροπών τα επόμενα χρόνια.
(του Γιώργου Παυλόπουλου, in.gr)