energia.gr
Σαβ, 14 Νοεμβρίου 2020 - 10:37
Σχεδόν καθολική είναι η πεποίθηση στην ελληνική αγορά ότι στην πλειονότητά τους οι φετινοί τζίροι θα καταγράψουν σημαντικές απώλειες, με 17 από τους 22 κλάδους να παρουσιάζουν διψήφια εκτίμηση πτώσης εσόδων. Παράλληλα, οι μικροί παίκτες με τζίρο έως 2 εκατ. ευρώ προβλέπεται ότι δύσκολα θα καταφέρουν να «αναρρώσουν» από τις συνέπειες της νόσου του κορωνοϊού
Αυτά είναι κάποια από τα βασικά συμπεράσματα της πρόσφατης έρευνας για τις «Επιπτώσεις της Πανδημίας Covid-19 στις Επιχειρήσεις και στους Κλάδους της Ελληνικής Οικονομίας» που πραγματοποίησε η ICAP Group, βασικά σημεία της οποίας παρουσίασε χθες, Παρασκευή, η εφημερίδα «Ναυτεμπορική». H έρευνα πραγματοποιήθηκε το διάστημα Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2020 (10/9 έως 3/11) σε δείγμα 1.513 επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια.
Από την ανάλυση των ευρημάτων της έρευνας, προκύπτει ότι κατά μέσο όρο η μείωση φέτος στο κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων υπολογίζεται στο 21% από 2 στα 3 στελέχη, ενώ απώλειες εσόδων κατά 13% σε σχέση με το 2019 προβλέπονται και για το 2021. H εξασφάλιση ρευστότητας (68%) και η συγκράτηση δαπανών (56%) αποτελούν τις σημαντικότερες ενέργειες των επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας.
Προς τούτο σημαντικός αριθμός εταιρειών έχει προβεί σε μείωση του ορίου (26,1%) και του χρόνου (20,6%) πίστωσης που παρέχει, σε μια προσπάθεια περιορισμού των αυξημένων επισφαλειών, ενώ η μεγάλη πλειονότητα των εγχώριων επιχειρήσεων (65,1%) έχει αξιοποιήσει τα μέτρα στήριξης του ελληνικού κράτους. Οι περισσότερες εταιρείες (55,6%) ανέστειλαν πλήρως το επενδυτικό τους πλάνο, ενώ σε ό,τι αφορά την τηλεργασία, η πλειονότητα των εταιρειών (54,6%) θεωρεί ότι είναι λιγότερο αποτελεσματική σε σχέση με την εργασία στο γραφείο.
Κατά μέσο όρο η μείωση φέτος στο κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων υπολογίζεται στο 21% από 2 στα 3 στελέχη, ενώ απώλειες εσόδων κατά 13% σε σχέση με το 2019 προβλέπονται και για το 2021. H εξασφάλιση ρευστότητας (68%) και η συγκράτηση δαπανών (56%) αποτελούν τις σημαντικότερες ενέργειες των επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας.
Προς τούτο σημαντικός αριθμός εταιρειών έχει προβεί σε μείωση του ορίου (26,1%) και του χρόνου (20,6%) πίστωσης που παρέχει, σε μια προσπάθεια περιορισμού των αυξημένων επισφαλειών, ενώ η μεγάλη πλειονότητα των εγχώριων επιχειρήσεων (65,1%) έχει αξιοποιήσει τα μέτρα στήριξης του ελληνικού κράτους. Οι περισσότερες εταιρείες (55,6%) ανέστειλαν πλήρως το επενδυτικό τους πλάνο, ενώ σε ό,τι αφορά την τηλεργασία, η πλειονότητα των εταιρειών (54,6%) θεωρεί ότι είναι λιγότερο αποτελεσματική σε σχέση με την εργασία στο γραφείο.
Πιο συγκεκριμένα, διαχωρίζοντας τα βασικά ερωτήματα της έρευνας, προκύπτουν τα εξής:
Επιπτώσεις στα μεγέθη
Για φέτος, δύο στις τρεις εταιρείες (67%) δήλωσαν ότι ο κύκλος εργασιών τους θα μειωθεί, με τη μέση υποχώρηση να υπολογίζεται στο 21%. Αντίστοιχες μειώσεις αναμένουν οι εταιρείες τόσο για τα EBITDA τους (-21%) όσο και για τη ρευστότητά τους (-22%).
Σύμφωνα με τις απαντήσεις των εταιρειών, τη μεγαλύτερη μείωση στον κύκλο εργασιών εκτιμάται ότι θα την παρουσιάσει ο κλάδος του τουρισμού (-66%) και ακολουθεί ο κλάδος της εστίασης (-38%). Ενδιαφέρον έχει να επισημανθεί ότι επιχειρήσεις του κλάδου των σούπερ μάρκετ, μολονότι σε γενικές γραμμές «πριμοδοτήθηκε» από την αυξημένη κατανάλωση κυρίως κατά το δίμηνο Μαρτίου – Απριλίου, αναμένουν μείωση 14%. Σύμφωνα με την περαιτέρω ανάλυση των στοιχείων, οι αλυσίδες με τζίρο 2 έως 10 εκατ. ευρώ προβλέπουν τη μεγαλύτερη υποχώρηση εσόδων κατά 32%, ενώ οι αλυσίδες με πάνω από 10 εκατ. ευρώ αναμένουν πιο περιορισμένες απώλειες της τάξεως του 3%. Ακόμα και ο τομέας της πληροφορικής – τηλεπικοινωνιών, που «πρωταγωνιστεί» στην περίοδο της πανδημίας, προβλέπει πτώση εσόδων για τους μικρούς παίκτες της αγοράς με τζίρο κάτω των 2 εκατ. ευρώ της τάξεως του 3%.
Για το 2021, οι μισές εταιρείες (51%) εκτιμούν ότι ο κύκλος εργασιών τους θα είναι επίσης μειωμένος σε σχέση με το 2019, κατά μέσο όρο 13%. Ελαφρά μεγαλύτερες μειώσεις αναμένουν οι εταιρείες τόσο για τα EBITDA τους (-14%) όσο και για τη ρευστότητά τους (-15%). Και τη νέα χρονιά τη μεγαλύτερη μείωση στον κύκλο εργασιών εκτιμάται ότι θα την παρουσιάσει ο κλάδος του τουρισμού (-40%), ωστόσο οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στον κλάδο της εκπαίδευσης αναμένουν υψηλότερες απώλειες της τάξεως του 43%. Σε ό,τι αφορά την εστίαση, η πρόβλεψη για τη νέα χρονιά θέλει υποχώρηση τζίρου κατά 22%. Αντίθετα, οι επιχειρήσεις με τζίρους πάνω από 10 εκατ. ευρώ στους κλάδους: ακίνητη περιουσία, φάρμακα – καλλυντικά, χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και ασφάλειες, πληροφορική – τηλεπικοινωνίες αναμένουν αύξηση εσόδων το 2021, με την υψηλότερη, που αγγίζει το 50%, να αφορά τον κλάδο της ακίνητης περιουσίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της έρευνας δεν είχε αποφασιστεί το δεύτερο γενικό lockdown της χώρας, το οποίο διανύουμε και δεν γνωρίζουμε τη διάρκεια που θα έχει, γεγονός που μπορεί να ανατρέψει τις προβλέψεις για την πορεία των μεγεθών το τρίτο τρίμηνο φέτος και κατ’ επέκταση της νέας χρονιάς.
Ενέργειες αντιμετώπισης
H εξασφάλιση ρευστότητας (68%) και η συγκράτηση δαπανών (56%) αποτελούν τις σημαντικότερες ενέργειες για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας για την πλειονότητα των εταιρειών. Ακολουθεί η ανάπτυξη νέων προϊόντων (42,2%), ενώ και η ψηφιακή επιτάχυνση (πεδίο της τηλεργασίας) εντάσσεται υψηλά στην ατζέντα των προτεραιοτήτων. Σημαντικό ποσοστό 21,3% συγκεντρώνει και η εκπόνηση σχεδίων έκτακτης ανάγκης (emergency plan) (σ.σ.: τα ποσοστά στη συγκεκριμένη ερώτηση δεν αθροίζουν στο 100% διότι οι εταιρείες είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν έως 3 απαντήσεις). Σε όλους σχεδόν τους κλάδους τις δύο πρώτες θέσεις καταλαμβάνουν η εξασφάλιση ρευστότητας και η συγκράτηση δαπανών. Εξαίρεση αποτελεί ο κλάδος πληροφορικής – τηλεπικοινωνιών, όπου τις πρώτες θέσεις καταλαμβάνουν η ψηφιακή επιτάχυνση (71%) και η ανάπτυξη νέων προϊόντων/υπηρεσιών (59,3%). Οι οικονομικοί διευθυντές / Credit Controllers επιλέγουν ως πρώτη επιλογή τη βελτίωση των εσωτερικών διαδικασιών με ποσοστό 33%. Αρκετά υψηλά ποσοστά καταλαμβάνουν τόσο οι επενδύσεις στην τεχνολογία για εφαρμογές διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου (24%) όσο και ο εμπλουτισμός και η ενημέρωση της βάσης δεδομένων των πελατών τους (19%).