του Θάνου Τσίρου
Παρ, 4 Σεπτεμβρίου 2020 - 14:41
Τη μεγαλύτερη τριμηνιαία ύφεση (-15,2%) που έχει υποστεί η ελληνική οικονομία εδώ και δεκαετίες -είναι το χειρότερο ποσοστό από το 1995, όπως προκύπτει από τη χρονοσειρά των τελευταίων 25 ετών που τηρείται και πιθανότατα το χειρότερο για τη μεταπολεμική περίοδο- ανακοίνωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή για το β’ τρίμηνο του 2020
Ωστόσο, παρά το -15,2%, οι προβλέψεις της κυβέρνησης για τη φετινή πορεία του ΑΕΠ -που κάνουν λόγο για ύφεση 8% έως το τέλος του χρόνου- δεν αλλάζουν, δεδομένου ότι η πρόβλεψη που είχε γίνει για το β’ τρίμηνο ήταν για ύφεση της τάξεως του 15,7%-16%.
Η βίαιη συρρίκνωση του ΑΕΠ στο διάστημα Απριλίου-Ιουνίου ήταν αναμενόμενη λόγω του καθολικού lockdown στο οποίο μπήκε η ελληνική οικονομία για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα του β΄ τριμήνου. Βέβαια, η ΕΛΣΤΑΤ αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο τροποποίησης του ποσοστού μόλις γίνουν διαθέσιμα λεπτομερέστερα στοιχεία. Το οικονομικό επιτελείο, πάντως, στρέφει ήδη το ενδιαφέρον του στα μέτρα στήριξης που θα υιοθετηθούν το επόμενο χρονικό διάστημα προκειμένου να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα κατά τους τελευταίους μήνες της χρονιάς.
Και για το 3ο τρίμηνο αναμένονται πολύ αυξημένα ποσοστά ύφεσης, καθώς στο διάστημα Ιουλίου-Σεπτεμβρίου θα αποτυπωθεί πολύ έντονα η κακή πορεία του τουρισμού κατά τη φετινή περίοδο.
Πού οφείλεται
Η ύφεση της τάξεως του 15,2% που κατέγραψε η ΕΛΣΤΑΤ ήταν το αποτέλεσμα των ακόλουθων μεταβολών στους επιμέρους δείκτες:
*Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη παρουσίασε μείωση κατά 10,1% σε σχέση με το β’ τρίμηνο του 2019.
*Οι ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου μειώθηκαν κατά 10,3% σε σχέση με το β’ τρίμηνο του 2019.
- Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν μείωση κατά 32,1% σε σχέση με το β’ τρίμηνο του 2019. Οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 15,4%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 49,4%.
*Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν μείωση κατά 17,2% σε σχέση με το β’ τρίμηνο του 2019. Οι εισαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 15,3% και οι εισαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 25,7%.
Κάνοντας τις αντίστοιχες συγκρίσεις με το α’ τρίμηνο του 2020, προκύπτουν οι ακόλουθες μεταβολές:
*Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε κατά 9,3% σε σχέση με το α’ τρίμηνο του 2020.
*Οι ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου μειώθηκαν κατά 2,0% σε σχέση με το α’ τρίμηνο του 2020.
*Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν μείωση κατά 32,1% σε σχέση με το α’ τρίμηνο του 2020. Οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 12,3%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 48,3%.
*Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν μείωση κατά 16,7% σε σχέση με το α’ τρίμηνο του 2020. Οι εισαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 14,7%, ενώ οι εισαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 24,8%.
Πώς είδε τα στοιχεία η κυβέρνηση
Πώς «διάβασαν» στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης τις ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ; Επικεντρώθηκαν στα εξής τέσσερα επιχειρήματα:
- Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ, η ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ το α’ τρίμηνο του 2020 ήταν -0,5% και το β’ τρίμηνο του 2020 -το τρίμηνο της επιβολής του lockdown, ώστε να αντιμετωπιστεί η εξάπλωση της πανδημίας του κορονοϊού- ήταν -15,2%. Συνεπώς, η ετήσια μεταβολή για το α’ εξάμηνο του 2020 διαμορφώνεται στο -7,9% και βρίσκεται εντός των προβλέψεων που είχε υποβάλει το υπουργείο Οικονομικών στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 30 Απριλίου 2020, στο Πρόγραμμα Σταθερότητας της χώρας, όπου προβλεπόταν ετήσια μεταβολή
-7,9%, μετά τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας.
- Σύμφωνα με τις ενδιάμεσες εκτιμήσεις της Eurostat (flash estimates), που δεν συμπεριλαμβάνουν τα σημερινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και τα στοιχεία ορισμένων ακόμα κρατών-μελών, ο μέσος όρος μεταβολής του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη το β’ τρίμηνο του 2020 ήταν
-15,0% και στην Ε.Ε -14,1%. Συνεπώς, το β’ τρίμηνο του 2020 η ελληνική οικονομία βρίσκεται στα επίπεδα του μέσου όρου της Ευρωζώνης, κοντά στον μέσο όρο της Ε.Ε. και παρουσιάζει αισθητά χαμηλότερη ύφεση από μεγάλες χώρες, όπως η Ισπανία (-22,1%), η Γαλλία
(-19%) και η Πορτογαλία (-16,3%).
- Η αρνητική μεταβολή του ΑΕΠ το α’ τρίμηνο του 2020 ήταν πολύ μεγαλύτερη στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε. σε σύγκριση με την Ελλάδα. Σύμφωνα με τη Eurostat, το α’ τρίμηνο του 2020 ο μέσος όρος μεταβολής του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη διαμορφώθηκε στο -3,1% και στην Ε.Ε. στο -2,5%, έναντι μεταβολής -0,5% στην Ελλάδα.
Επομένως, προκύπτει ότι το α’ εξάμηνο του 2020 έκλεισε με μικρότερη μείωση του ΑΕΠ στη χώρα μας (-7,9%), σε σύγκριση με τους μέσους όρους της Ευρωζώνης (-9,1%) και της Ε.Ε. (-8,3%).
- Το γεγονός ότι τα σημερινά στοιχεία βρίσκονται εντός των προβλέψεων του υπουργείου Οικονομικών δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν δυσκολίες που πιθανώς να τροποποιήσουν στο μέλλον τις αρχικές εκτιμήσεις.
Λόγω της μεγάλης συμβολής του τουρισμού στο ΑΕΠ, ιδιαίτερη βαρύτητα για την ελληνική οικονομία έχει το γ’ τρίμηνο του έτους. Ωστόσο, με τα σημερινά δεδομένα δεν επιβεβαιώνονται οι προβλέψεις των μεγάλων οργανισμών στην αρχή της κρίσης (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ κ.λπ.), σύμφωνα με τις οποίες η Ελλάδα θα κατέγραφε τη μεγαλύτερη ύφεση στην Ε.Ε. το 2020, και δεν υπάρχει λόγος για αλλαγή, επί του παρόντος, της εκτίμησης για την ετήσια πορεία του ΑΕΠ το 2020.
Χρήμα στην αγορά χωρίς δανεισμό
«Πρόκειται για τη χειρότερη επίδοση τριμήνου ιστορικά στη χώρα και μία από τις χειρότερες στην Ευρώπη. Καταρρέουν όλοι οι βασικοί δείκτες, η κατανάλωση, οι επενδύσεις» δήλωσε από την πλευρά του ο πρώην υπουργός Οικονομικών και τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ Ευκλείδης Τσακαλώτος. Ο κ. Τσακαλώτος ζήτησε από την κυβέρνηση να ρίξει ζεστό χρήμα στην αγορά με άμεσες ενισχύσεις και όχι δανεισμό, οι οποίες θα κατευθύνονται στους εργαζόμενους, στους ευάλωτους και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Γιατί δεν επηρεάστηκαν οι αγορές ομολόγων και μετοχών
Το μεταπολεμικό αρνητικό ρεκόρ ύφεσης που κατέγραψε χθες η Ελληνική Στατιστική Αρχή δεν φάνηκε να επηρεάζει αρνητικά ούτε την αγορά των ομολόγων ούτε την αγορά των μετοχών, κάτι που αποδίδεται από στελέχη της αγοράς σε μια σειρά από λόγους:
- Πρώτον, δεν υπήρξε αιφνιδιασμός της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας, καθώς το οικονομικό επιτελείο είχε ήδη προβλέψει ότι στο β’ τρίμηνο η ύφεση θα έφτανε ακόμη και στο επίπεδο του 16%. Τελικώς ανακοινώθηκε ποσοστό 15,2%, με το οικονομικό επιτελείο να ξεκαθαρίζει όμως ότι δεν αλλάζει η πρόβλεψη για τη φετινή χρονιά, η οποία κάνει λόγο για ετήσια ύφεση της τάξεως του 7,9%.
- Δεύτερον, ειδικά στην αγορά των ομολόγων υπάρχει πολύ μεγάλη ζήτηση για απόκτηση τίτλων καθώς πέραν του αυξημένου ενδιαφέροντος που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα -εκδηλώθηκε έντονα και στην προχθεσινή ελληνική έκδοση με την εγγραφή τουλάχιστον 300 διαφορετικών επενδυτών- υπάρχει και ο παράγοντας ΕΚΤ, με το τεράστιο πρόγραμμα επαναγοράς, το οποίο θα παραμείνει ενεργό μέχρι τα μέσα του 2021, ενδεχομένως και μέχρι το τέλος της επόμενης χρονιάς.
- Τρίτον, οι αγορές αναγνωρίζουν ότι σε αντίθεση με τον προηγούμενο κύκλο ύφεσης από το 2009 και μετά, αυτή τη φορά η Ελλάδα ούτε είναι μόνη της, ούτε ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες τουλάχιστον προς το παρόν (σ.σ.: διότι το γ’ τρίμηνο αναμένεται να είναι επίσης πολύ δύσκολο λόγω τουρισμού).
- Τέταρτον, διότι οι ξένοι επενδυτές συνυπολογίζουν ότι μόλις αφαιρεθεί o εξωγενής παράγοντας που προκαλεί την ύφεση -δηλαδή η πανδημία- θα υπάρξει άμεση ανάκαμψη τόσο για την ελληνική όσο και για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες, ανάκαμψη μάλιστα η οποία θα υποστηριχθεί και από τα μέτρα στήριξης που προγραμματίζονται σε όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες.
(από την εφημερίδα "ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ")
ΠΗΓΗ:https://www.energia.gr/article/170168/h-vathyterh-trimhniaia-yfesh-25-eton