Οι ηγέτες Ινδίας και Τουρκίας θέλουν να ξαναστήσουν τα έθνη τους, ως κράτη με βάση τη θρησκεία. Η περίπτωση της Αγιάς Σοφιάς και του Ινδουιστικού ναού στην Αγιόντια. Πώς ο κορωνοϊός και η οικονομία ενισχύουν την επικίνδυνη στροφή.
Δημοσιεύθηκε: 16 Αυγούστου 2020 - 08:22
-
του Gideon Rachman
«Η αναμονή αιώνων τελείωσε», ήταν τα λόγια του Ναρέντρα Μόντι, καθώς ο πρωθυπουργός της Ινδίας τοποθετούσε τον θεμέλιο λίθο ενός νέου Ινδουιστικού ναού στην Αγιόντια την περασμένη εβδομάδα.
«Αυτό ήταν το μεγαλύτερο όνειρο των νιάτων μας, και τώρα υλοποιήθηκε», ήταν ο τρόπος με τον οποίον το έθεσε ο Ρετζέπ Ερντογάν, λίγο προτού ο Τούρκος πρόεδρος ηγηθεί της προσευχής στην Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη στις 24 Ιουλίου, μετά την μετατροπή της σε τζαμί.
Ο κ. Μόντι είναι ένας Ινδουιστής εθνικιστής. Ο κ. Ερντογάν είναι Ισλαμιστής. Οι ηγέτες της Ινδίας και της Τουρκίας μοιάζουν με δυνητικοί αντίπαλοι σε μια σύγκρουση πολιτισμών. Όμως επιδιώκουν πολιτικά εγχειρήματα που είναι πανομοιότυπα.
Και οι δυο είναι υπέρμαχοι ενός είδους πολιτικής που επιδιώκει να συγχωνεύσει τη θρησκεία, το έθνος και τον ηγέτη. Και οι δυο ηγούνται χωρών με κοσμικά συντάγματα όμως θέλουν θα επαναφέρουν τη θρησκεία στην καρδιά του έθνους και του κράτους.
Ο κ. Μόντι ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία τη δεκαετία του 1990, με μια καμπάνια υπέρ της καταστροφής ενός τεμένους στην Αγιόντια και την αντικατάστασή του με ένα Ινδουιστικό ναό –μια φιλοδοξία που επιτέλους υλοποίησε την περασμένη εβδομάδα. Ο κ. Ερντογάν από καιρό απαιτούσε η Αγία Σοφία –που εγκαινιάστηκε ως βασιλική το 537, μετατράπηκε σε τζαμί από το 1453 και στη συνέχεια σε μουσείο από το 1935- να γίνει για μια ακόμα φορά Μουσουλμανικός τόπος λατρείας. Μετά από 17 χρόνια στην εξουσία, ο Τούρκος ηγέτης πέτυχε την φιλοδοξία του.
Και οι δυο ηγέτες έχουν μεγαλεπήβολες απόψεις για τον εαυτόν τους ως επανιδρυτές των εθνών τους. Ο κ. Μόντι αυτοαποκαλείται υπέρμαχος μιας «νέας Ινδίας». Ο κ. Ερντογάν μιλάει για μια «νέα Τουρκία». Αυτή η κοινή γλώσσα αντανακλά περισσότερα από μια αδυναμία στο ίδιο είδος «μάρκετινγκ».
Απορρίπτοντας τον κοσμικισμό, οι ηγέτες της Ινδίας και της Τουρκίας έχουν θέσει εαυτόν σιωπηρά σε σύγκρουση με τους ιδρυτές των σύγχρονων κρατών τους. Ο Κεμάλ Ατατούρκ, ο δημιουργός της Τουρκικής δημοκρατίας, ήταν ένας κοσμικός που έπινε αλκοόλ. Ο Μοχάντας Γκάντι, που ηγήθηκε της εκστρατείας για την Ινδική ανεξαρτησία, ήταν υπέρμαχος του θρησκευτικού πλουραλισμού και δολοφονήθηκε από έναν Ινδουιστή εθνικιστή.
Απορρίπτοντας τον κοσμικισμό, οι εθνικιστές Ισλαμιστές που υποστηρίζουν τον Ερντογάν και οι εθνικιστές Ινδουιστές που υποστηρίζουν τον Μόντι, διατείνονται πως οι επιλεγμένοι ηγέτες τους επιστρέφουν την Τουρκία και την Ινδία στις αυθεντικές θρησκευτικές και πολιτισμικές τους ρίζες –και τις απομακρύνουν από τις ξένες παραδόσεις της Δύσης, υπέρμαχοι των οποίων ήταν οι κοσμικές αστικές ελίτ. Οι πιο ένθερμοι οπαδοί των κ. Μόντι και Ερντογάν υποστηρίζουν πως, συν τω χρόνω, οι νυν ηγέτες της Ινδίας και της Τουρκίας θα θεωρηθούν μεγαλύτερες και σπουδαιότερες προσωπικότητες από τον Γκάντι ή τον Ατατούρκ.
Τόσο ο κ. Μόντι όσο και ο κ. Ερντογάν φιλοδοξούν επίσης να είναι ηγέτες μιας παγκόσμιας θρησκευτικής κοινότητας. Ψηφιακές απεικονίσεις του νέου ναού της Αγιόντια προβλήθηκαν πάνω σε μια τεράστια διαφημιστική πινακίδα στην Times Square στη Νέα Υόρκη, υποθέτουμε για να εμπνεύσει τους Ινδούς του εξωτερικού. Ο κ. Ερντογάν ισχυρίζεται πως η «ανάσταση της Αγίας Σοφίας» αντιπροσωπεύει τη «βούληση των Μουσουλμάνων σε όλον τον κόσμο».
Το να γυρίσουν δυο τόσο σημαντικά έθνη την πλάτη τους στον κοσμικισμό και τις φιλελεύθερες αξίες, είναι σημαντικό από μόνο του. Όμως οι αλλαγές στην Ινδία και στην Τουρκία είναι επίσης κομμάτι μιας ευρύτερης παγκόσμιας ιστορίας της ανόδου των πολιτικών ταυτότητας σε βάρος του φιλελεύθερου οικουμενισμού. Πρόκειται για μια ιστορία που, με διαφορετικό τρόπο, εξελίσσεται σε Κίνα, Ρωσία, ΗΠΑ και Ευρώπη. Συνδέεται στενά με την άνοδο αυταρχικών ηγετών, που ισχυρίζονται πως είναι οι προστάτες μιας πίστης, ενός έθνους ή μιας επιλεγμένης εθνοτικής ομάδας, ή κάποιας μίξης και των τριών.
Στην Κίνα, η «μεγάλη ανανέωση» του Κινεζικού έθνους που προωθεί ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, περιλαμβάνει μια όλο και πιο αδίστακτη καταπίεση εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων στην Σιντχιάνγκ και το Θιβέτ. Στη Ρωσία, ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν έχει δημιουργήσει στενούς δεσμούς με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία στο πλαίσιο του εθνικιστικού του εγχειρήματος. Στις ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει υποσχεθεί στους ευαγγελιστές ψηφοφόρους πως με αυτόν στον Λευκό Οίκο, «ο Χριστιανισμός θα έχει εξουσία».
Η τρέχουσα οικονομική ύφεση λόγω του κορωνοϊού, ενισχύει τον πειρασμό για αυταρχικούς ηγέτες να παίξουν το «χαρτί» της ταυτότητας. Στις πρώτες τους θητείες, ο κ. Μόντι και ο κ. Ερντογάν τόνιζαν τα διαπιστευτήριά τους ως οικονομικοί μεταρρυθμιστές. Όμως καθώς οι οικονομίες της Τουρκίας και της Ινδίας αντιμετωπίζουν βαθύτατα προβλήματα, και οι δυο ηγέτες χρειάζονται άλλα μέσα για να εξασφαλίσουν στήριξη.
Οι τελετές στην Αγιόντια και στην Αγία Σοφία ήταν τέλειοι τρόποι για να κινηθούν τα συναισθήματα στον πυρήνα των υποστηρικτών τους. Οι κοσμικοί φιλελεύθεροι στην Ινδία και στην Τουρκία ήταν κυρίως απρόθυμοι να εκφράσουν ανοικτά την αντίθεσή τους σε αυτά τα μέτρα ικανοποίησης του κοινού. Και στις δυο χώρες, οι φιλελεύθεροι είναι ήδη άναυδοι με αυτά που θεωρούν ως επίθεση σε θεμελιώδεις ελευθερίες, όπως η ελευθερία του Τύπου και η ανεξαρτησία των δικαστηρίων. Η διαδικασία είναι σημαντικά πιο προχωρημένη στην Τουρκία, όμως ο κ. Ερντογάν βρίσκεται στην εξουσία μια δεκαετία περισσότερο απ’ ότι ο κ. Μόντι.
Η πολιτική των ταυτοτήτων «ανθεί» με τον διχασμό και τη διαφοροποίηση μεταξύ φίλων και εχθρών. Συχνά η προσοχή είναι στον «εσωτερικό εχθρό», όπως οι θρησκευτικές ή εθνοτικές μειονότητες ή οι φιλελεύθερες ελίτ. Όμως οι αυταρχικοί ηγέτες πρέπει επίσης να φανούν σκληροί και με τους εχθρούς του έθνους στο εξωτερικό. Ο κ. Ερντογάν έχει στείλει Τούρκους στρατιώτες σε πολέμους στη Λιβύη και στη Συρία. Ο κ. Μόντι εξουσιοδότησε μια αεροπορική επιδρομή κατά στρατοπέδων ενόπλων στο Πακιστάν, εν όψει των εκλογών του 2019.
Μια απόρριψη του κοσμικισμού και ένας ενστερνισμός της πολιτικής των ταυτοτήτων είναι ένας ικανός τρόπος για να συσπειρωθεί η πολιτική στήριξη. Όμως, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, είναι επίσης μια συνταγή πολέμου.
© The Financial Times Limited 2020. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation