30 06 2020 | 08:49
Ο ενεργειακός κολοσσός Chesapeake Energy αναγκάστηκε να υποβάλει αίτηση πτώχευσης και έγινε έτσι ένα από τα μεγαλύτερα θύματα της θεαματικής κατάρρευσης της ζήτησης ενέργειας από το παγκόσμιο lockdown ως αποτέλεσμα της πανδημίας του κορονοϊού, όπως μεταδίδει το Bloomberg.
Η εταιρεία που εδρεύει στην Oklahoma City υπέβαλε αίτηση για προστασία από τους πιστωτές της, σύμφωνα με το Chapter 11, στο αμερικανικό πτωχευτικό δικαστήριο στη νότια περιφέρεια του Τέξας, την Κυριακή, καταγράφοντας περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις της τάξης των 10 δισ. και 50 δισ. δολ. αντίστοιχα και περισσότερους από 100.000 πιστωτές.
Η εταιρεία συνήψε επίσης συμφωνία για την εξάλειψη χρέους περίπου 7 δισ. δολ. ενώ εξασφαλίζει άλλα 925 εκατ. δολ. στο πλαίσιο μιας συμφωνίας χρηματοδότησης για οφειλέτη που αντιµετωπίζει οικονοµικές δυσχέρειες (debtor-in-possession financing).
"Αναμορφώνουμε ριζικά την κεφαλαιακή δομή και την επιχειρηματική δραστηριότητα της Chesapeake για να αντιμετωπίσουμε τις οικονομικές μας αδυναμίες και να αξιοποιήσουμε τις σημαντικές επιχειρησιακές μας δυνατότητες", δήλωσε σε ανακοίνωσή του ο διευθύνων σύμβουλος, Doug Lawler.
Όπως σημειώνει το Bloomberg, η Chesapeake είναι, ως ένα βαθμό, θύμα της επιτυχίας που είχε τόσο η ίδια όσο και οι συνεργάτες της στην εξαγωγή τεράστιων όγκων φυσικού αερίου από προηγουμένως δύσκολα προς εκμετάλλευση κοιτάσματα σχιστόλιθου. Ενώ αυτό μετέτρεψε τις ΗΠΑ σε παγκόσμιο προμηθευτή καυσίμων, ικανές να ανταγωνιστούν οποιονδήποτε άλλο, συνέβαλε επίσης σε έναν κορεσμό που επηρέασε τις τιμές. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης φυσικού αερίου στη Νέα Υόρκη, διαπραγματεύθηκαν την περασμένη εβδομάδα σε χαμηλό 25 ετών.
Αλλά η αγορά φυσικού αερίου είναι μόνο ένα μέρος της ιστορίας. Νωρίτερα στην ιστορία της, υπό την καθοδήγηση του θανόντος συνιδρυτή της, Aubrey McClendon, η Chesapeake επεκτάθηκε επιθετικά. Το βαρύ φορτίο χρέους που απέκτησε στη διαδρομή, ήταν ένα βάρος από το οποίο τελικά δεν μπορούσε να ξεφύγει.
Πριν από περίπου μια δεκαετία, η Chesapeake ήταν ένας γίγαντας 37,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην πρώτη γραμμή της επανάστασης στο fracking (υδραυλική ρωγμάτωση) που μετέτρεψε εντελώς τη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου των ΗΠΑ. Η εταιρεία έκοψε παχυλές επιταγές σε επιχειρήσεις και κατοίκους του Φορτ Γουόρθ για να μπορέσει να τρυπήσει τη γη τους, στο Barnett Shale του Βόρειου Τέξας, το πρώτο σχιστολιθικό πεδίο της Αμερικής.
Το φυσικό αέριο των ΗΠΑ υποχώρησε μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, καθώς οι εταιρείες fracking ξεπέρασαν τη ζήτηση και οι τιμές δεν έχουν ακόμη επανέλθει στα προηγούμενα υψηλά τους επίπεδα. Οι επενδυτές προτίμησαν την Chesapeake, η οποία από εκείνη τη στιγμή δεν ήταν μόνο φορτωμένη με χρέη, αλλά είχε και το βάρος μιας αυτοκρατορίας ακινήτων που περιλάμβανε εμπορικά κέντρα, μια εκκλησία και ένα μανάβικο. Ο McClendon εκδιώχθηκε το 2013 και πέθανε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα τρία χρόνια αργότερα.
Τα επόμενα χρόνια, η διοίκηση προσπάθησε να αντισταθμίσει την πτώση της αξίας του φυσικού αερίου, στρέφοντας την προσοχή της στην εξερεύνηση πετρελαίου, καθώς το fracking μετέτρεψε τις ΗΠΑ στον μεγαλύτερο παραγωγό αργού στον κόσμο, καθώς και έναν σημαντικό εξαγωγέα. Ωστόσο, κάθε αισιοδοξία για αυτήν τη στρατηγική εξανεμίστηκε με την πρόσφατη κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου εν μέσω της πανδημίας Covid-19.
Ο Lawler ανέλαβε την Chesapeake το 2013 με σκοπό τη μείωση του χρέους της που ξεπερνούσε αυτό της Exxon Mobil, μία εταιρεία 29 φορές μεγαλύτερη σε αξία από την Chesapeake τότε. Είχε υπολογίσει τις περικοπές κεφαλαιουχικών δαπανών και τις πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων για την κάλυψη υποχρεώσεων χρέους. Η εταιρεία είχε συνομιλίες πέρυσι με τον Jerry Jones, τον δισεκατομμυριούχο ιδιοκτήτη των Dallas Cowboys, για πώληση 1 δισ. δολαρίων περιουσιακών στοιχείων σχιστόλιθου, αλλά δεν προέκυψε συμφωνία.
Τον Μάιο, ο Lawler αναγκάστηκε να ακυρώσει το outlook της εταιρείας του για ολόκληρο το χρόνο και να απομειώσει την αξία περιουσιακών στοιχείων 8,5 δισ. δολαρίων καθώς η ζήτηση ενέργειας κατέρρευσε εν μέσω της πανδημίας. Μέχρι τότε, η αξία της εταιρείας είχε μειωθεί σε λιγότερο από 200 εκατομμύρια δολάρια. Η εταιρεία είχε περίπου 2.300 υπαλλήλους στο τέλος του περασμένου έτους.
"Παρά το ότι αφαιρέσαμε πάνω από 20 δισ. δολάρια μόχλευσης και χρηματοοικονομικές δεσμεύσεις, πιστεύουμε ότι αυτή η αναδιάρθρωση είναι απαραίτητη για τη μακροπρόθεσμη επιτυχία και τη δημιουργία αξίας της επιχείρησης", δήλωσε ο Lawler την Κυριακή.
Οι μετοχές της Chesapeake σταμάτησαν να διαπραγματεύονται νωρίς τη Δευτέρα.
Η πτώχευση ακολουθεί αυτήν της Whiting Petroleum, η οποία υπέβαλε επίσης αίτηση για το Chapter 11 στις αρχές Απριλίου, αφότου έφτασε να πρωταγωνιστεί στο κυριότερο σχιστολιθικό πεδίο των ΗΠΑ, το Bakken της Βόρειας Ντακότα.
(capital.gr)