Ανάμεικτη με θετικά και αρνητικά πρόσημα παρουσιάζεται η εικόνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την επίτευξη των ενεργειακών στόχων με άξονα το 2020 και στη συνέχεια το έτος ορόσημο 2030.
Στα θετικά μετράει την σημαντικά αυξημένη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ενώ στα αρνητικά μετράει την επιδείνωση του δείκτη ενεργειακής εξάρτησης, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat, όπως αποτυπώνονται στην έκθεση με τίτλο: " Sustainable development in the European Union — Monitoring report on progress towards the SDGS in an EU context — 2020 edition".
Ειδικότερα, σε επίπεδο Ένωσης (27 κράτη-μέλη) το μερίδιο των ΑΠΕ στην τελική ακαθάριστη κατανάλωση ενέργειας ανέρχεται σε 18.9% το 2018 από 9.6% το 2004, γεγονός που αποκαλύπτει τους ταχείς ρυθμούς διείσδυσης. Η μείωση στο κόστος επένδυσης, περισσότερο αποδοτικές τεχνολογίες, βελτιώσεις στην αλυσίδα εφοδιασμού και ανταγωνιστικά σχήματα διαγωνισμών ξεχωρίζουν ως οι βασικοί λόγοι της παραπάνω αύξησης, σύμφωνα με την έκθεση της Eurostat.
Με βάση τα στοιχεία του 2018, το μερίδιο των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή ήταν το υψηλότερο έναντι άλλων τομέων φτάνοντας το 32.2%. Ακολουθούν η τομέας της θέρμανσης και ψύξης με 21.1% και οι μεταφορές με 8.3%. Αν και φαίνεται μικρό το ποσοστό στο κλάδο των μεταφορών, ιδιαίτερα εν συγκρίσει με τους υπόλοιπους κλάδους, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι το 2004 ήταν μόλις στο 1.5%.
Σε ότι αφορά την εικόνα ανά κράτος μέλος, παρατηρούνται σημαντικές ανομοιομορφίες με τις Σουηδία, Φινλανδία και Λετονία “να σέρνουν μπροστά το κάρο”, έχοντας 54.6%, 41.2% και 40.3%, αντίστοιχα. Τέτοια υψηλά μερίδια ΑΠΕ στην συνολική ακαθάριστη κατανάλωση ενέργειας οφείλονται κυρίως στην αξιοποίηση υδροηλεκτρικών και στερεών βιοκαυσίμων.
Η ενεργειακή εξάρτηση, ωστόσο, παραμένει και διευρύνεται...
Παρά την σταθερά αυξανόμενη διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο ευρωπαϊκό ενεργειακό μίγμα κατά την τελευταία δεκαετία, ο δείκτης ενεργειακής εξάρτησης κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση, καταγράφοντας σημαντική επιδείνωση σε συνάρτηση με τις πολιτικές αναχαίτισης του υψηλού βαθμού ενεργειακής εξάρτησης που υλοποιούνται τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τα ευρήματα της Eurostat, η ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ παρέμεινε σταθερή, χωρίς να παρουσιάσει καμία βελτίωση τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Το 2003, το 56.9% της ακαθάριστης διαθέσιμης ενέργειας στην ΕΕ προερχόταν από εισαγωγές. Το 2018 το μερίδιο αυξήθηκε στο 58.2%, κυρίως λόγω αύξησης του μεριδίου του εισαγόμενου φυσικού αερίου και των ορυκτών καυσίμων. Πιο συγκεκριμένα, το μερίδιο των εισαγωγών πετρελαίου και πετρελαϊκών προϊόντων ανέρχονται σε 94.6%, του φυσικού αερίου σε 83.3% και των στερεών καυσίμων (κυρίως λιθάνθρακα) σε 43.6%.
Η Ρωσία συνεχίζει να κρατά τα ηνία μεταξύ των προμηθευτών της ΕΕ το 2018, καλύπτοντας το 40.1% των εισαγωγών αερίου, το 32.0% των εισαγωγών σε πετρελαϊκά προϊόντα και το 42.3% των εισαγωγών στερεών καυσίμων που προέρχονται εκτός ΕΕ. Στη δεύτερη θέση έρχονται οι ευρωπαϊκές χώρες που δεν είμαι μέλη της ΕΕ (κυρίως Νορβηγία) καλύπτοντας το 21.2% των εισαγωγών αερίου της Ένωσης.
Σε ότι αφορά το πετρέλαιο και τα πετρελαϊκά προϊόντα, μετά την Ρωσία είναι η Μέση Ανατολή με 19.9%. Ενώ, στην κατηγορία των στερεών καυσίμων, την δεύτερη θέση κατέχει η Βόρεια Αμερική με 20.9%. Να σημειώσουμε ότι όλα τα παραπάνω ποσοστά αναφέρονται σε μερίδια των συνολικών εισαγωγών που προέρχονται εκτός ΕΕ και δεν περιλαμβάνει τις ενεργειακές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.
Το 2018, όλα τα κράτη μέλη ήταν καθαροί εισαγωγείς ενέργειας, με τα 17 εκ του συνόλου να εισάγουν περισσότερο από το ήμισυ της συνολικής καταναλισκόμενης ενέργειας από άλλες χώρες (χώρες μέλη της ΕΕ και τρίτες χώρες).
Τέλος, να αναφέρουμε πως τα υψηλότερα ποσοστά εισαγωγών για το 2018 εμφανίζονται στις νησιωτικές χώρες όπως σε Μάλτα και Κύπρο με 96,5% και 92.5%, αντίστοιχα. Στα ίδια επίπεδα κυμαίνεται, επίσης, και το Λουξεμβούργο με 95.1%.
Ολόκληρη η έκθεση είναι διαθέσιμη εδώ.