Συνολικά, η Επιτροπή έχει εκδώσει 43 αποφάσεις για την έγκριση 53 εθνικών μέτρων σχετικών με την έξαρση της νόσου του κορονοϊού. Από την έγκριση του προσωρινού πλαισίου στις 19 Μαρτίου 2020 η Επιτροπή έχει λάβει, βάσει αυτού, 39 αποφάσεις για κρατικές ενισχύσεις, εγκρίνοντας 49 εθνικά μέτρα που παρέχουν την τόσο αναγκαία ρευστότητα στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Η Επιτροπή έχει επίσης εκδώσει 4 αποφάσεις για 4 εθνικά μέτρα βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 2 στοιχείο β) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορούν ενισχύσεις για την αντιστάθμιση εξαιρετικών περιστάσεων, όπως η έξαρση του κορονοϊού.
Η Επιτροπή προτείνει τώρα να διευρυνθεί περαιτέρω το πεδίο εφαρμογής του προσωρινού πλαισίου, επιτρέποντας στα κράτη μέλη να προβαίνουν σε ανακεφαλαιοποιήσεις εταιρειών που τις έχουν ανάγκη. Δεδομένου ότι οι εν λόγω δημόσιες παρεμβάσεις ενδέχεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στον ανταγωνισμό στην ενιαία αγορά, θα πρέπει να παραμένουν μέτρα έσχατης ανάγκης, θα υπόκεινται δε σε σαφείς όρους όσον αφορά την είσοδο και την έξοδο του κράτους, καθώς και την αμοιβή του κεφαλαίου, από τις οικείες εταιρείες, σε αυστηρές διατάξεις διακυβέρνησης και σε κατάλληλα μέτρα για τον περιορισμό των δυνητικών στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.
Τα κράτη μέλη έχουν τώρα τη δυνατότητα να σχολιάσουν το σχέδιο πρότασης της Επιτροπής. Η Επιτροπή σκοπεύει να θέσει σε ισχύ το τροποποιημένο προσωρινό πλαίσιο έως την επόμενη εβδομάδα.
Η Εκτελεστική Αντιπρόεδρος, Μαργκρέιτε Βέστεϊγιερ, αρμόδια για την πολιτική ανταγωνισμού, δήλωσε: «Η κοινή προτεραιότητά μας την ώρα που αντιμετωπίζουμε την κρίση του κορονοϊού είναι η προστασία της υγείας όλων των Ευρωπαίων πολιτών. Ταυτόχρονα, τα μέτρα έκτακτης ανάγκης επιβαρύνουν πολλές εταιρείες που αντιμετωπίζουν μείωση των ιδίων κεφαλαίων, με αρνητικές συνέπειες για την ικανότητά τους να χρηματοδοτούν τις δραστηριότητές τους. Μετά την τροποποίηση της προηγούμενης εβδομάδας, θα επεκτείνουμε περαιτέρω το προσωρινό πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στα κράτη μέλη να προβαίνουν σε ανακεφαλαιοποίηση εταιρειών όταν αυτό είναι αναγκαίο και σκόπιμο. Θα διασφαλίσουμε ότι οι φορολογούμενοι θα αμείβονται επαρκώς για την επένδυσή τους, και ότι οι εταιρείες που λαμβάνουν κεφαλαιακή στήριξη θα υπόκεινται σε ελέγχους και σε διατάξεις διακυβέρνησης που θα περιορίζουν τις ενδεχόμενες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά. Εξακολουθούμε να συνεργαζόμαστε με τα κράτη μέλη για να διασφαλίσουμε ότι η ευρωπαϊκή οικονομία μπορεί να αντιμετωπίσει αυτή τη θύελλα και μάλιστα να βγει πιο ενισχυμένη από αυτήν.»
Για πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες τα μέτρα έκτακτης ανάγκης, τα οποία χρειάστηκε να λάβουν τα κράτη μέλη για τη διαχείριση της έξαρσης του κορονοϊού, επηρεάζουν την ικανότητά τους να παράγουν αγαθά ή να παρέχουν υπηρεσίες, ενώ έχουν οδηγήσει σε σημαντική μείωση της ζήτησης. Οι ζημίες που προκύπτουν μπορεί να οδηγήσουν σε μείωση των ιδίων κεφαλαίων των εταιρειών και να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ικανότητά τους να δανείζονται στις αγορές. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εύστοχες δημόσιες παρεμβάσεις που παρέχουν νέα κεφάλαια σε εταιρείες που τα έχουν ανάγκη θα μπορούσαν να μειώσουν τον κίνδυνο για την οικονομία της ΕΕ στο σύνολό της.
Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διαβουλεύεται με τα κράτη μέλη σχετικά με τη δυνατότητα παροχής δημόσιας στήριξης υπό μορφή ιδίων κεφαλαίων ή υβριδικών κεφαλαιακών μέσων στις εν λόγω σοβαρά πληττόμενες εταιρείες, υπό την προϋπόθεση ότι πρόκειται για το πλέον κατάλληλο μέσο στήριξης και ότι υπόκειται σε σαφείς προϋποθέσεις.
Δεδομένου ότι η εθνική δημόσια στήριξη για την ανακεφαλαιοποίηση ορισμένων εταιρειών μπορεί να προκαλέσει σημαντικές στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό στην ενιαία αγορά της ΕΕ, η Επιτροπή προτείνει ορισμένες διασφαλίσεις σε σχέση με τους όρους χορήγησης κρατικών ενισχύσεων, καθώς και τη συμπεριφορά των εταιρειών που επωφελούνται από αυτές, τόσο στην αγορά όσο και όσον αφορά τη διακυβέρνησή τους. Επιπλέον, το σχέδιο πρότασης αποσκοπεί στο να διασφαλίσει ότι το Δημόσιο αμείβεται επαρκώς για τους κινδύνους που αναλαμβάνει. Τέλος, απαιτεί επίσης από τα κράτη μέλη να διαμορφώσουν στρατηγική εξόδου, ιδίως από τις μεγάλες εταιρείες που έχουν λάβει υψηλότερη συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο από το κράτος, με στόχο να διασφαλιστεί ότι μπορούν να επιστρέψουν στη βιωσιμότητα χωρίς να χρειάζονται περαιτέρω κρατική στήριξη όταν η οικονομία θα έχει σταθεροποιηθεί.
Από την άλλη πλευρά, εάν η στήριξη εχορηγείτο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη το κοινό συμφέρον της ΕΕ, ο κίνδυνος στρέβλωσης στην ενιαία αγορά θα ήταν χαμηλότερος και για τον λόγο αυτό θα χρειαζόταν να επιβληθούν λιγότερο αυστηροί όροι.