Η αλαζονεία των ισχυρών και η κατάρρευση της παγκόσμιας συνεργασίας έχει επιφέρει, εκτός από ένα αδιανόητο κύμα ανθρώπινων απωλειών λόγω του Covid 19 και ένα τεχνητό κώμα της οικονομίας. Είναι ενδεικτικό της νοσηρής κατάστασης που κυριαρχεί, το γεγονός ότι στις ΗΠΑ, τις τελευταίες δύο εβδομάδες, 10 εκατομμύρια εργαζόμενοι έμειναν άνεργοι, όταν το αντίστοιχο νούμερο στη διάρκεια άνω των 210 εβδομάδων της μεγάλης χρηματοοικονομικής κρίσης, στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 2000, ήταν 8,8 εκατομμύρια!
Για να μην αναφερθούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου ο γερμανικός προτεσταντισμός απορρίπτει κάθε ιδέα για ευελιξία στη δημοσιονομική πολιτική την ώρα που ο «συνεταιρισμός», που από τη μια, δεν μπορεί να διαθέσει αναπνευστήρες, νοσοκομειακές κλίνες ή να προσλάβει γιατρούς, από την άλλη εξακολουθεί να ορίζει τα ιδιαίτερα αυστηρά όρια εντός των οποίων πρέπει να κινούνται οι προϋπολογισμοί, ο πληθωρισμός και τα ελλείμματα των κρατών-μελών.
Τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης καλύπτουν, κυρίως, την ανάγκη για την ύπαρξη ρευστότητας και αποτρέπουν το ενδεχόμενο να καταρρεύσουν τα τραπεζικά συστήματα και να «στεγνώσει» η αγορά. Όμως, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ανάγκη για υψηλές δημόσιες δαπάνες για να υπερκαλυφθεί το κενό που προέλυψε από την παράλυση μεγάλου τμήματος της οικονομικής δραστηριότητας.
Με δεδομένο αυτό είναι που επανέρχεται η πρόταση για την έκδοση ευρωομολόγων, που θα μπορούσαν να είναι μια λύση. Αυτό θα σήμαινε μια κοινή έκδοση ειδικών ευρωομόλογων, που θα λειτουργούσαν ως ένα κοινό εργαλείο χρέους το οποίο θα μπορούσε να προσφέρει στα κράτη -μέλη τη δυνατότητα να βρουν τις αναγκαίες πιστωτικές γραμμές για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα από την πανδημία, με όρους που θα απέτρεπαν το ενδεχόμενο υπερχρέωσης.
Όμως για άλλη μια φορά οι προτάσεις αυτές προσέκρουσαν στις αντιρρήσεις της Γερμανίας –με τη σύμφωνη γνώμη της Ολλανδίας. Η τευτονική αντίληψη για την ευρωπαϊκή ενοποίηση επικεντρώνεται στη δημοσιονομική πειθαρχία και τις αντιπληθωριστικές πολιτικές, με το κοινό νόμισμα να στηρίζεται στην αυστηρή τήρηση κοινών κανόνων και την τιμωρία όσων δεν τους τηρούν, ιδίως από τη στιγμή που οι τελευταίοι αντιμετωπίζονται ως «ηθικός κίνδυνος».
Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει καταβαραθρώσει, με την ανερμάτιστη διεθνή πολιτική του, κάθε έννοια προσέγγισης με τους εταίρους και τους ανταγωνιστές της χώρας του, την οποία έχει εγκαταλείψει στην τύχη της «ανοσίας της αγέλης», πράγμα που αποτυπώνεται στις εκατόμβες κρουσμάτων και θυμάτων του νέου κορονοϊού.
Το πετρέλαιο θύμα του ανταγωνισμού και του κορονοϊού
Υπό αυτό το πρίσμα, δεν φαίνεται να υπάρχει ένα σαφές περίγραμμα για την εξεύρεση λύσης, τόσο σε επίπεδο κοινωνίας, όσο και σε επίπεδο οικονομίας και πρώτων υλών. Οι σπασμωδικές ενέργειες για τη σωτηρία της τιμής του πετρελαίου που έμελλαν να αποκορυφωθούν σήμερα, Δευτέρα, στην έκτακτη σύνοδο του OPEC που θα ήταν ανοιχτή και για τις υπόλοιπες πετρελαιοπαραγωγές χώρες εκτός του καρτέλ, αλλά αναβλήθηκε πιθανώς για την Πέμπτη 8/4, δεν μπορούν να ανατρέψουν από τη μια στιγμή στην άλλη, τα όσα έχουν συμβεί στο διεθνές προσκήνιο και παρασκήνιο.
Το ότι είναι πιθανό να συμμετάσχουν σε αυτή, όλοι οι αρνητικοί πρωταγωνιστές των τελευταίων εβδομάδων - Ρώσοι, Αμερικανοί και Σαουδάραβες - δεν διασφαλίζει την επιτυχία της, ιδίως, αφότου οι πρωτοβουλίες της Μόσχας και του Ριαντ αποσκοπούν, εδώ και καιρό, να ανατρέψουν την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στην παραγωγή αργού, χάρη στα σχιστολιθικά κοιτάσματα της χώρας.
Σε κάθε περίπτωση, και μόνο η αναγγελία για τη διεξαγωγή της έκτακτης διευρυμένης συνόδου του OPEC+ στάθηκε ικανή για να τονώσει τις τιμές του πετρελαίου. Την Παρασκευή η ποικιλία Brent που θεωρείται το διεθνές benchmark πραγματοποίησε άλμα 16,71% για να ανακάμψει στα 34,11 δολάρια το βαρέλι, ενώ ανοδικά κινήθηκε και το αμερικανικό WTI, ενώ αντηχούν ακόμη οι προειδοποιήσεις των έγκυρων αναλυτών για διαμόρφωση των τιμών κοντά ή και χαμηλότερα από τα 20 δολάρια το βαρέλι, έως τις αρχές Ιουνίου.
Εν τω μεταξύ, σε μια πρωτοφανή κίνηση, που καταδεικνύει την κρισιμότητα της κατάστασης στη διεθνή αγορά, η Saudi Aramco ανακοίνωσε, χθες Κυριακή, πως θα καθυστερήσει την έκδοση των επίσημων τιμών πώλησης του αργού παραγωγής της για τον μήνα Μάιο, έως και τις 10 Απριλίου, έως ότου γίνει γνωστό το αποτέλεσμα της συνόδου του OPEC+ αναφορικά με τις προτεινόμενες σοβαρές μειώσεις στην ημερήσια παραγωγή.