Του Δημήτρη Αβαρλή Παρ, 10 Ιανουαρίου 2020 - 08:25
Η ενεργειακή φτώχεια πρέπει να αντιμετωπιστεί αναφέρει η ευρωπαϊκή επιτροπή και σημειώνει πως εντός της χρονιάς θα υπάρξει καθοδήγηση προς τα κράτη μέλη για την επίλυση του ζητήματος. Στην Ελλάδα παρότι τα τελευταία χρόνια έχουν εφαρμοστεί προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας, ένα μεγάλο ποσοστό δεν είναι εξοικειωμένο με την έννοια της ενεργειακής αποδοτικότητας. Στην Ευρώπη, αλλά και στη χώρα μας το πρόβλημα της ενεργειακής φτώχειας είναι διαχρονικό. Το δείχνουν άλλωστε οι σχετικές μελέτες. Η απάντηση της Ευρώπης είναι η εφαρμογή αποτελεσματικών προγραμμάτων, όπως τα σχέδια χρηματοδότησης των νοικοκυριών για την ανακαίνιση των σπιτιών τους.
FacebookTwitterE-mailΕκτύπωσηΠερισσότερα...
Στόχος αφενός να μπορούν τα νοικοκυριά να μειώσουν τους λογαριασμούς ενέργειας, αφετέρου η προστασία του περιβάλλοντος. Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή πράσινη συμφωνία του περασμένου Δεκεμβρίου για την αντιμετώπιση της πρόκλησης της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων, η ΕΕ και τα κράτη μέλη πρέπει να αναλάβουν ένα «κύμα ανακαίνισης» δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων.
Οι αυξανόμενοι ρυθμοί ανακαινίσεων την κτιρίων μπορούν να ενισχύσουν τον τομέα των κατασκευών και είναι μια ευκαιρία να στηρίξουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις καθώς και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Το σχέδιο των Βρυξελλών περιλαμβάνει επενδύσεις και στις δημόσιες μεταφορές.
Ένα χρόνο πριν, σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις τιμές και το κόστος της ενέργειας στην Ευρώπη διαπιστωνόταν πως «το 2015, το 9,8 % των δαπανών του φτωχότερου δέκα τοις εκατό των νοικοκυριών διατέθηκε στην ενέργεια, εκτός των μεταφορών. Τα νοικοκυριά με μεσαίο εισόδημα διέθεσαν το 6 % των δαπανών τους στην ενέργεια, ενώ τα νοικοκυριά με υψηλότερο εισόδημα διέθεσαν ακόμη μικρότερο ποσοστό. Διακυμάνσεις παρατηρούνται επίσης σε ολόκληρη την ΕΕ, με δαπάνες 4-8 % για τα νοικοκυριά της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης και 10-15 % για τους Ευρωπαίους της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης.
Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες πολίτες με εξαίρεση τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζαν με αδιαφορία το ζήτημα της ενεργειακής απόδοσης.
Είναι αξιοσημείωτο πως το 2012 σε έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ πέντε στις δέκα κατοικίες διέθεταν θερµοµόνωση, ενώ ένας στους δέκα κατοίκους δεν γνώριζε εάν υπάρχει μόνωση στην κατοικία που διαμένει. Στην ίδια έρευνα το 14% δεν γνώριζε/δεν το αφορούσε η αγορά συσκευών με βάση την ενεργειακή τους σήμανση.
Λίγα χρόνια αργότερα, σε έρευνα, που διενέργησε το INZEB με το ίδρυμα Χάϊνριχ Μπελ, συγκεκριμένα την περίοδο Ιουλίου-Οκτωβρίου του 2018, το 56,2% των ερωτηθέντων απάντησε πως η κατοικία του δεν διέθετε πιστοποιητικά ενεργειακής απόδοσης, επομένως, τόσο η ενεργειακή κλάση, όσο και τα δεδομένα της ενεργειακής συμπεριφοράς των κατοικιών αυτών είναι άγνωστα.
Παράλληλα, στην ίδια έρευνα που δημοσιεύτηκε στη μελέτη με τίτλο ενεργειακή φτώχεια στην Ελλάδα – πολιτικές εξελίξεις και προτάσεις κοινωνικής καινοτομίας για την αντιμετώπισή της, που εκπόνησε πρόσφατα το ίδρυμα Χάϊνριχ Μπελ σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Κτιρίων Μηδενικής Ενεργειακής Κατανάλωσης • Πολυτεχνείο Κρήτης, Σχολή Μηχανικών Περιβάλλοντος, Εργαστήριο Ανανεώσιμων & Βιώσιμων Ενεργειακών Συστημάτων, το 23,15% απάντησε πως η κατοικία του έχει πιστοποιητικό ενεργειακής απόδοσης, με το ποσοστό των κατοικιών που ανήκει στην κατηγορία Α+ έως Β να είναι 39,3%,.
Επιπλέον, ένα 17% των ερωτηθέντων οι οποίοι διαμένουν σε κατοικίες με ενεργειακή κλάση Α+ έως Β δήλωσαν πως αισθάνονται, πολύ συχνά έως συχνά, άβολα λόγω του κρύου και της ζέστης τις αντίστοιχες περιόδους. Γεγονός που οφείλετε σύμφωνα με τους ίδιους, «στα μη ποιοτικά κουφώματα, την κακή μόνωση του τελευταίου ορόφου αλλά και την πολλή ζέστη το καλοκαίρι σε συνδυασμό με τα υψηλά επίπεδα υγρασίας στην περιοχή».