26/2/2019
Η Ελλάδα έχει μπει στο «χορό» της έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων και όπως συμβαίνει με κάθε φιλόδοξο σχέδιο η αναζωπύρωση του διεθνούς επενδυτικού ενδιαφέροντος για τα πιθανά ελληνικά κοιτάσματα έχει εγείρει θετικές και αρνητικές αντιδράσεις. Από την πλευρά των περιβαλλοντικών οργανώσεων, εκφράζονται ανησυχίες για τις πιθανές συνέπειες ενός ενδεχόμενου περιστατικού πετρελαϊκής ρύπανσης (το οποίο μέχρι στιγμής δεν έχει συμβεί) ενώ όπως υποστηρίζουν η εθνική οικονομία θα μπορούσε να υποστεί ζημιές δισεκατομμυρίων ευρώ. Από την άλλη πλευρά, οι ελληνικές επιχειρήσεις του κλάδου, οι διεθνείς πετρελαϊκοί όμιλοι, η κυβέρνηση και οι επίσημοι φορείς υποστηρίζουν τον κλάδο στη χώρα θεωρώντας ότι η ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων θα μείωνε την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές και θα έδινε ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη.
Το δίλημμα «επενδύσεις» ή «προστασία του περιβάλλοντος» δεν είναι καινούριο. Μάλιστα, κάποιοι θεωρούν ότι πρόκειται για «ψευδοδίλημμα» καθώς εκτιμούν ότι οι επενδύσεις (ακόμη και στον τομέα της έρευνας υδρογονανθράκων), όταν αυτές πραγματοποιούνται με βάση τους διεθνείς κανόνες ασφαλείας, δεν αποτελούν οικολογική απειλή.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων αποτελεί ένα δύσκολο και χρονοβόρο εγχείρημα όπου οι πρώτοι «καρποί» κάνουν αισθητή την παρουσία τους μετά από 7-8 χρόνια από την στιγμή που θα ξεκινήσουν οι έρευνες. Οι επιχειρήσεις επενδύουν εκατομμύρια και «παίζουν» με πιθανότητες και ποσοστά. Και όταν ανακαλυφθούν κοιτάσματα, «εκμεταλλεύσιμο» είναι μόνο το 30% όσον αφορά στο πετρέλαιο. Πρόκειται για ένα ποσοστό το οποίο δείχνει μικρό αλλά όταν μιλάμε για υδρογονάνθρακες, σε περίπτωση που ανακαλυφθούν μεγάλοι εμπορεύσιμοι όγκοι, αυτό αυτόματα μεταφράζεται σε υψηλά έσοδα για τους επενδυτές, σε νέα έργα και θέσεις εργασίας και σε έσοδα για το δημόσιο (φορολογία, μερίσματα). Πάνω από όλα όμως, μια σημαντική νέα ανακάλυψη θα άλλαζε το γεωπολιτικό ρόλο της χώρας στην ευρύτερη περιοχή και θα ενίσχυε την ενεργειακή της ασφάλεια.
Σε τι φάση βρίσκονται οι έρευνες στην Ελλάδα
Σήμερα, οι ερευνητικές εργασίες για εννέα περιοχές έχουν περάσει πλέον στα χέρια των εντολοδόχων εταιρειών ενώ έξι επιπλέον περιοχές βρίσκονται υπό έγκριση ή σε στάδιο αναμονής.
Όσον αφορά στα μεσοπρόθεσμα πλάνα, το πρόγραμμα παραγωγής στο Κατάκολο και η ερευνητική γεώτρηση στον Πατραϊκό αναμένεται να πραγματοποιηθούν στο τέλος 2019 ή στις αρχές του 2020. Για τις συγκεκριμένες περιοχές, οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 10 εκατ. απολήψιμα βαρέλια στο Κατάκολο (Energean) και 100 εκατ. στον Πατραϊκό (ΕΛΠΕ).
Όμως, η διεθνής βιομηχανία θεωρεί ότι μπορεί να βρει μεγαλύτερους εμπορεύσιμους όγκους αερίου ή αργού στα υπόλοιπα μπλοκ, π.χ.500 εκατομμυρίων ισοδύναμων βαρελιών κατά περίπτωση και να προχωρήσει σε παραγωγή.
Το οικονομικό όφελος από παραγωγές τέτοιου ύψους αναμένεται ότι θα είναι σημαντικό για την ελληνική οικονομία αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι οι ανάγκες για πετρέλαιο και φυσικό αέριο στη χώρα καλύπτονται σχεδόν εξολοκλήρου από εισαγωγές. Ενδεικτικό είναι ότι το 2016 για παράδειγμα, η παραγωγή αργού πετρελαίου στην Ελλάδα έφθασε τους 0,16 εκατ. τόνους ενώ η εγχώρια κατανάλωση πετρελαιοειδών το 2015 ήταν 11 εκατ. τόνοι. Σε ημερήσια βάση η παραγωγή στην Ελλάδα έφθασε τα 5.000 βαρέλια ενώ η μέση ημερήσια κατανάλωση αργού στη χώρα φθάνει τα 450.000 βαρέλια.
Ένα σημαντικό μέρος του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι σταθερά ανελαστικό λόγω της υψηλής εξάρτησης της χώρας από τα εισαγόμενα καύσιμα και ως εκ τούτου αν αυξηθεί η εγχώρια παραγωγή θα μειωθεί η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από το εξωτερικό και θα οδηγούσε σε μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Όπως τονίζει ο πρόεδρος της ΕΔΕΥ Γιάννης Μπασιάς, μιλώντας στο insider.gr, « αν ληφθεί ως έτος αναφοράς το 2018, θα μπορούσε να αναφερθεί ότι το κόστος εισαγωγών για αέριο και αργό ήταν όσο ήταν και τα έσοδα από τον Τουρισμό (περίπου 16 δις. ευρώ). Σίγουρα ένα μέρος του κόστους αυτού θα μπορούσε να απαλειφθεί. Το μέλλον της εξερεύνησης υδρογονανθράκων στην δυτική και νότια Ελλάδα, μαζί με το πρόγραμμα του αγωγού φυσικού αερίου «East-Med», αποτελούν τμήματα της ενεργειακής ανάπτυξης που πραγματοποιείται στην Ελλάδα. Οι ερευνητικές δραστηριότητες του χερσαίου και θαλάσσιου υπεδάφους στην Ελλάδα, ιδιαίτερα οι υπεράκτιες, σε θαλάσσια βάθη μεταξύ 2.000 και 3.500 μέτρων, θα τοποθετήσουν τη χώρα μας στην κορυφή των τεχνολογικών εφαρμογών αλλά και των μέτρων ασφάλειας των γεωτρήσεων και των εγκαταστάσεων. Αυτές οι δραστηριότητες θα συμβάλουν αναμφισβήτητα στους αναπτυξιακούς στόχους της χώρας και αποτελούν κατά συνέπεια βασικό άξονα των εργασιών της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων».
Σε Ιόνιο, Δυτικά και Νότια της Κρήτης παραμένει το ενδιαφέρον
Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα για το ποιες περιοχές παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον, σημειώνει ότι «οι λεκάνες στο Ιόνιο Πέλαγος και αυτές που βρίσκονται δυτικά και νότια της Κρήτης εντάσσονται στην κατηγορία των περιοχών που ελκύουν την παγκόσμια βιομηχανία και υπόσχονται να δώσουν αποθέματα με αποδεκτό κόστος και κατά συνέπεια οικονομικό όφελος, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο την ελκυστικότητα της περιοχής ως μελλοντικού ενεργειακού κόμβου στη Μεσόγειο. Προς αυτή την κατεύθυνση, πρόσθετες υπεράκτιες εκτάσεις, στο κεντρικό Ιόνιο και νοτίως της Κρήτης, έχουν αξιολογηθεί πρόσφατα από την ΕΔΕΥ και τα αποτελέσματα παρουσιάζονται διεθνώς.
Υπό αυτές τις προοπτικές, μία από τις τεράστιες προκλήσεις για τα επόμενα είκοσι χρόνια, όπως δηλώνει ο πρόεδρος της ΕΔΕΥ, θα είναι να εκμεταλλευτεί η Ελλάδα αυτό το κύμα της τεχνολογικής καινοτομίας για την αναζωογόνηση της ελληνικής βιομηχανίας. Δημιουργείται σήμερα ένα βιομηχανικό και τεχνολογικό περιβάλλον με νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες τόσο στον δευτερογενή όσο και στον τριτογενή τομέα».