Δεν έχει περάσει ακόμα ούτε μια εβδομάδα από την αναγγελία της απόφασης του προέδρου Trump για την απόσυρση των ΗΠΑ από την συμφωνία για τον έλεγχο του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν και οι επιπτώσεις στην διεθνή πετρελαιαγορά είναι ήδη εμφανείς.
Η τιμή για το μηνιαίο συμβόλαιο του Brent, το διεθνές benchmark, κινείται σταθερά πάνω από τα $ 77 το βαρέλι τις τελευταίες επτά ημέρες ενώ εχθές, ενδοσυνεδριακά στο ICE στο Λονδίνο, εκτινάχθηκε στα $ 78,44 για παραδόσεις Ιουνίου. Την ίδια στιγμή η Αμερικανική ποικιλία West Texas Intermediate, το γνωστό WTI, διαπραγματεύετο στα $71,26 το βαρέλι. Αυτές είναι οι υψηλότερες τιμές που έχουν καταγράφει από το Νοέμβριο του 2014, όταν ξεκίνησε η μεγάλη κατατρακύλα των τιμών που οδήγησε στο ναδίρ των $ 30 το βαρέλι τον Ιανουάριο του 2016.
Όπως οι τακτικοί αναγνώστες της στήλης είναι σε θέση να γνωρίζουν, οι διεθνείς τιμές πετρελαίου ανέκαμψαν σημαντικά κατά τη διάρκεια των τελευταίων 14 μηνών, μετά από μια συντονισμένη προσπάθεια μεταξύ του OPEC και των παραγωγών εκτός καρτέλ, όπως λχ η Ρωσία και το Καζακστάν, για έλεγχο της παραγωγής και μείωση των αποθεμάτων. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι οι στόχοι των παραγωγών επετεύχθησαν με το παραπάνω, τόσο διότι υπήρξε υψηλός βαθμός συμμόρφωσης μεταξύ των παραγωγών, όσο και γιατί υπήρξε μια σειρά από συγκυριακούς παράγοντες όπως λχ. η κατάρρευση της παραγωγής της Βενεζουέλας και η μικρότερη του αναμενόμενου αύξηση της παραγωγής από shale oil των ΗΠΑ. Με την αφαίρεση, σε σταθερή βάση, σχεδόν 2,4 εκατ. βαρελιών την ημέρα από τη διεθνή αγορά κατά το διάστημα των τελευταίων μηνών (συνέπεια των ανωτέρω μέτρων), τα αποθέματα των χωρών του ΟΟΣΑ μειώθηκαν ικανοποιητικά στα 2,841 εκατ. βαρέλια, δηλ. αρκετά κάτω από τα 3,100 εκατ. βαρέλια που ήσαν πριν δυο χρόνια, παρά την ισχυρή παγκόσμια ζήτηση, η οποία σύμφωνα με τον ΙΕΑ σήμερα τρέχει στα 1,5 εκατ. βαρέλια την ημέρα. Να σημειώσουμε ότι βάσει των στοιχείων του ΙΕΑ, η παγκόσμια ζήτηση για το α΄ τρίμηνο του 2018 έτρεχε στα 98,1 εκατ. βαρέλια την ημέρα, με προοπτική αυτή να διαμορφωθεί στα 99,3 εκατ. βαρέλια/ ημέρα κατά μέσο όρο για το 2018.
Υπό το φόβο μιας κλιμακούμενης πολεμικής αντιπαράθεσης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, με το πρώτο να πλήττει σχεδόν καθημερινά στρατιωτικούς στόχους του δεύτερου εντός της Συρίας, ο προβληματισμός μεταξύ των εμπόρων, δηλ. των traders, για μια διαρκώς αυξανόμενη πιθανότητα διακοπής της τροφοδοσίας αργού είναι έκδηλος. Οι traders, οι οποίοι ως γνωστό είναι οι κυρίως υπεύθυνοι για τον καθορισμό των τιμών σποτ, αλλά και πολλές πετρελαϊκές ανησυχούν ότι οι κυρώσεις που έχει αναγγείλει η κυβέρνηση των ΗΠΑ για όσες εταιρείες συναλλάσσονται με το Ιράν θα έχουν τελικά πολύ μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα απ´ ότι εκτιμήθηκε αρχικά και αυτό γιατί το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε την απόφασή του να επιβάλλει μια ολόκληρη γκάμα δευτερευόντων μέτρων (secondary measures) που όμως θα πλήξουν άμεσα όποια εταιρεία ή οργανισμό έχει την παραμικρή οικονομική σχέση με την Τεχεράνη, ακόμα και εάν οι δοσοληψίες τους δεν περνούν άμεσα μέσα από το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα. Η επιβολή των μέτρων μπορεί να είναι έμμεση, λχ μέσω ασφαλιστικών οργανισμών ή εταιρειών τεχνολογίας, αλλά όπως εκτιμούν στελέχη του χρηματοοικονομικού κλάδου, θα έχουν ως αποτέλεσμα την απομόνωση, για μια ακόμα φορά, της Τεχεράνης από τη Δύση, με άμεσο αντίκτυπο στην παραγωγή πετρελαίου, η οποία και θα μειωθεί.
Σήμερα το Ιράν παράγει περί τα 4,0 εκατ. βαρέλια την ημέρα, ενώ εξάγει 2,6 εκατ. βαρέλια (διπλασιάζοντας τις εξαγωγές του κατά τα τελευταία 2 χρόνια), έχοντας αυξήσει συνολικά την παραγωγή του κατά 1,0 εκατ. βαρέλια κατά τα τελευταία δύο χρόνια, δηλαδή μετά την άρση των κυρώσεων στις αρχές του 2016 ως επακόλουθο της συμφωνίας του Ιουλίου του 2015, τη γνωστή JCPOA, για τον περιορισμό του πυρηνικού του προγράμματος. Τώρα, εν όψει των νέων κυρώσεων, η εκτίμηση πολλών παραγόντων της αγοράς είναι ότι οι ιρανικές εξαγωγές θα μειωθούν κατά τουλάχιστον 500.000 βαρέλια την ημέρα μέσα στους επόμενους 6 μήνες, με τις ευρωπαϊκές χώρες του Νότου, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, να υφίστανται τις συνέπειες. Να θυμίσουμε ότι η χώρα μας μέσω των εισαγωγών των δυο δυιλιστικών ομίλων, ΕΛΠΕ και Motoroil, καλύπτει περί το 15% της προμήθειας αργού από το Ιράν. Τώρα, ΕΛΠΕ και Motoroil θα πρέπει πάλι να αναζητήσουν νέους προμηθευτές για να καλύψουν το κενό που θα δημιουργηθεί.
Οι δε δηλώσεις των τριών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων των χωρών -μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (Μ. Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία), που αντιτίθενται στην τελευταία απόφαση Trump, περί μη συμμόρφωσης τους με τα κελεύσματα της Ουάσινγκτον μοιάζει κενό γράμμα, αφού δε διαθέτουν την απαραίτητη πολιτική και οικονομική ισχύ που θα τους επέτρεπε να αντισταθούν στην επερχόμενη λαίλαπα των αμερικανικών κυρώσεων. Για αυτό και είναι απόλυτα δικαιολογημένοι οι φόβοι των συμμετεχόντων στην αγορά πετρελαίου που προβλέπουν ότι σύντομα θα υπάρξει έλλειμα προμήθειας όχι μόνο λόγω Ιράν, αλλά ενδεχομένως και από το Ιράκ, η κυβέρνηση του οποίου λειτουργεί υπό την σκιά της Τεχεράνης, αλλά και από την Βενεζουέλα και ενδεχομένως από τη Ρωσία, η βιομηχανία της οποίας ήδη πλήττεται και αυτή από τις τελευταίες αμερικανικές κυρώσεις.