Μπορεί η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ και η διοίκηση της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ) να περίμεναν μεγαλύτερο αριθμό εταιρειών να προσέλθει στο διαγωνισμό για τα θαλάσσια κοιτάσματα νότια και ΝΔ της Κρήτης, καθώς και στο ΒΔ Ιόνιο, αφού ένας σχετικά μεγάλος αριθμός είχε επιδείξει ενδιαφέρον (έξι εταιρείες συνολικά προμηθεύθηκαν το πακέτο με τα γεωλογικά και σεισμικά δεδομένα καταβάλλοντας ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσό), όμως το γεγονός ότι τελικά προσήλθαν δύο μόνο κοινοπρακτικά σχήματα ( εδώ) δεν αποτελεί κατά την άποψη μας αποτυχία ή υποβάθμιση της Ελλάδος στο διεθνή ερευνητικό χάρτη για λόγους που θα εξηγήσουμε κατωτέρω.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο διαγωνισμός για τα θαλάσσια κοιτάσματα σε Κρήτη και Ιόνιο προκλήθηκε τον περασμένο Μάιο, μετά από εκδήλωση ενδιαφέροντος από τις εταιρείες ExxonMobil, Total, ΕΛΠΕ και την Energean Oil & Gas. Τότε, οι ανωτέρω εταιρείες ζήτησαν την παραχώρηση των δικαιωμάτων έρευνας για τις συγκεκριμένες περιοχές και αυτόματα, βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, κινήθηκαν οι σχετικές διαδικασίες προκήρυξης. Από την αρχή της διαγωνιστικής διαδικασίας οι ιθύνοντες τόσο της ΕΔΕΥ, όσο και του ΥΠΕΝ δεν έκρυβαν τον ενθουσιασμό τους, αλλά και τις μεγάλες τους προσδοκίες για την προσέλκυση ενδιαφέροντος από έναν ικανό αριθμό διεθνών εταιρειών. Οι δε προσδοκίες αυτές δεν ήσαν αδικαιολόγητες, αφού αποτελεί σύνηθες φαινόμενο όπου εκδηλώνουν ενδιαφέρον για έρευνες διεθνείς εταιρείες του διαμετρήματος της ExxonMobil και Total, να ακολουθούν και άλλες οι οποίες οσφραίνονται επιχειρηματικές ευκαιρίες.
Τελικά στο διαγωνισμό προσήλθαν δυο κοινοπρακτικά σχήματα με την ExxonMobil, Total, ΕΛΠΕ, με την Τotal ως operator, να διεκδικεί τα κοιτάσματα νότια και ΝΔ της Κρήτης και την Repsol - ΕΛΠΕ ,με operator την Repsol, να διεκδικεί την περιοχή στο ΒΔ Ιόνιο. Έκπληξη αποτέλεσε το γεγονός ότι στο διαγωνισμό δεν προσήλθε η Energean Oil & Gas παρά το γεγονός ότι ήτο αυτή που εξεδήλωσε αρχικά ενδιαφέρον για την θαλάσσια περιοχή στο Ιόνιο και προκάλεσε το διαγωνισμό. Σύμφωνα με στελέχη της εν λόγω εταιρείας, το γεγονός ότι δεν έλαβε μέρος στο διαγωνισμό δεν αποτελεί κάτι το ασύνηθες στο διεθνή χώρο (να σημειώσουμε ότι ούτε η ιταλική Edison έλαβε μέρος στο διαγωνισμό το Φεβρουάριο του 2015 για τα χερσαία τεμάχια στην Αιτωλοακαρνανία, παρά το γεγονός ότι αυτή είχε προκαλέσει το διαγωνισμό), αφού εν τω μεταξύ είχε επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στο Ισραήλ, όπου ως γνωστό ελέγχει τα κοιτάσματα Tanin και Karish και προτεραιότητά της ήτο η εξασφάλιση χρηματοδότησης για την ανάπτυξή τους ( πράγμα και το οποίο επέτυχε). Όμως, τη θέση της Energean έλαβε η ισπανική Repsol, η οποία είναι συνέταιρος (κατα 60%) της ελληνικής πετρελαϊκής στην παραχώρηση των Ιωαννίνων, ενώ διαθέτει τεράστια τεχνογνωσία σε θέματα υποθαλασσίων ερευνών.
Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η συμμετοχή της ΕΛΠΕ και στα δυο κοινοπρακτικά σχήματα, γεγονός που αναβαθμίζει την ελληνική παρουσία στο χώρο των ερευνών σε μεγάλα βάθη, προσφέροντας πολύτιμη τεχνογνωσία στην εταιρεία, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης στις επιχειρηματικές δυνατότητες της ελληνικής πετρελαϊκής από μερικές από τις μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες στον κόσμο. Όμως, ο ανωτέρω διαγωνισμός κρίνεται απόλυτα επιτυχής και για μια σειρά από άλλους λόγους:
(α) Οι περιοχές που προκηρύχθηκαν στο συγκεκριμένο διαγωνισμό κρίνονται ιδιαίτερα δύσκολες από γεωλογικής και ερευνητικής άποψης και ιδιαίτερα απαιτητικές σε επιχειρηματικό επίπεδο, λόγω των μεγάλων βαθών και του υψηλού κόστους που απαιτείται για τις έρευνες.
(β) Οι τεχνολογίες που απαιτούνται για έρευνες σε αυτά τα βάθη (2500-3500 μ υπό την επιφάνεια της θάλασσας και μέχρι 2500 μ κάτω από το βυθό) είναι οι πλέον σύγχρονες και προηγμένες και διατίθενται μόνο από ελάχιστες εταιρείες, με τις τρεις μεγαλύτερες από αυτές να έχουν λάβει μέρος στον διαγωνισμό.
(γ) Η συμμετοχή στο διαγωνισμό των ανωτέρω εταιρειών επιβεβαιώνει μεταξύ άλλων τη μετάθεση του ερευνητικού ενδιαφέροντος προς τα Δυτικά ( εδώ), αφού οι ασβεστολιθικοί γεωλογικοί σχηματισμοί της περιοχής φαίνεται ότι αποτελούν συνέχεια των δομών, πιο νότια, που έχουν αποκαλύψει μεγάλα κοιτάσματα όπως αυτό του Ζορ. Υπό αυτή την έννοια, όπως παρατηρούν στελέχη της ΕΔΕΥ, σήμερα ευρισκόμεθα μόνο στην απαρχή του διεθνούς ενδιαφέροντος για την περιοχή.
(δ) Η συμμετοχή των ανωτέρω διεθνών εταιρειών ενισχύει την γεωπολιτική θέση της χώρας μέσω της άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων στην de factoδιακηρυχθείσα ΑΟΖ στη Δυτική Ελλάδα (μέσω της αναγγελίας των συντεταγμένων των θαλάσσιων οικοπέδων τον Ιούλιο του 2014 στην Γενική Γραμματεία Ηνωμένων Εθνών βάσει των προβλέψεων της UNCLOS.
Εν κατακλείδι, η συμμετοχή τριών κορυφαίων διεθνών εταιρειών, οι οποίες διαθέτουν ισχυρή κεφαλαιακή βάση και τεράστια ερευνητική και παραγωγική εμπειρία, με αντίστοιχη θεσμική ισχύ σε παγκόσμιο επίπεδο, σε έναν διαγωνισμό με πολύ δύσκολα και τελείως ανεξερεύνητα έως τώρα κοιτάσματα κάθε άλλο παρά ως αποτυχία ή έλλειψη ενδιαφέροντος μπορεί να θεωρηθεί. Επιπλέον, η απόφαση των ανωτέρω εταιρειών να επενδύσουν στους ελληνικούς υδρογονάνθρακες έρχεται σε μία περίοδο που η χώρα μας δεν έχει εξέλθει ακόμη από την διεθνή οικονομική επιτήρηση, τα ομόλογά της διατηρούν ακόμη junk status και δεν παρατηρείται συνωστισμός από ξένους ή Έλληνες επενδυτές. Αυτό σημαίνει ότι τόσο το αντικείμενο του διαγωνισμού ( δηλ. τα θετικά και ελπιδοφόρα γεωλογικά και σεισμικά στοιχεία), όσο και η αρτιότητα και επιμελημένη παρουσίαση των δεδομένων, μαζί με την οργανωτική επάρκεια της ΕΔΕΥ (καθότι είναι πολύ σημαντικό και πρωτεύον για τις εταιρείες να γνωρίζουν ότι έχουν απέναντι τους έναν οργανισμό με καλή γνώση και εμπειρία του αντικειμένου), έπεισαν μερικούς από τους πλέον απαιτητικούς παίκτες της διεθνούς πετρελαϊκής αγοράς να ασχοληθούν και να δεσμευθούν για έρευνες στον ελλαδικό χώρο. Αυτό, κατά την ταπεινή μας άποψη, μόνο ως επιτυχία μπορεί να θεωρηθεί.