Η παγκόσμια οικονομία διανύει τη δική της άνοιξη. Βέβαια, οι κακές στιγμές χρειάζονται πολύ χρόνο για να ξεχαστούν. Η δραματική χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η επακόλουθη κρίση χρέους στην Ευρωζώνη και η μεγάλη αύξηση των τιμών πετρελαίου, που σημειώθηκε δύο φορές τα τελευταία δέκα χρόνια, κλόνισε σε μεγάλο βαθμό την εμπιστοσύνη των πολιτών, των επιχειρηματιών και των επενδυτών στις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Ωστόσο, η ανησυχία υποχώρησε τα τελευταία επτά χρόνια, χάρη στην απρόσκοπτη ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως εκείνες του Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία, ενίσχυσαν την εμπιστοσύνη το 2017. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η ζήτηση για καύσιμα και ενέργεια εν γένει και άλλες πρώτες ύλες τονώθηκε. Η συνεχιζόμενη ανοδική πορεία των τιμών του πετρελαίου από τις αρχές του 2016 αντιπροσωπεύει τόσο την επιτυχία του ΟΠΕΚ να περιορίσει την παραγωγή των κρατών-μελών του όσο και την εντεινόμενη ζήτηση.
Γιατί, όμως, μετράει τόσο πολύ το πετρέλαιο; Καμία άλλη πρώτη ύλη δεν έχει τη δική του αξία και σημασία. Η επεξεργασία και η διύλιση του πετρελαίου οδηγούν σε παράγωγα που χρησιμοποιούνται σε ευρεία γκάμα εφαρμογών, όπως σε διαφόρων ειδών μηχανές, σε εργοστάσια, σε γραφεία και σε αυτοκίνητα.
Το πετρέλαιο επέχει θέση απαραίτητου συστατικού για τα φάρμακα, τα πλαστικά, την άσφαλτο, αλλά και για πολλά άλλα καταναλωτικά προϊόντα. Η δραστική κάμψη στις τιμές πετρελαίου και η συνεπαγόμενη πτώση του πληθωρισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, εξαιτίας της αύξησης στην παραγωγή σχιστολιθικών υδρογονανθράκων στις ΗΠΑ από το 2013 και μετά, τόνωσε την κατανάλωση σε όλο τον κόσμο. Μπορούμε να φανταστούμε ότι λειτούργησε όπως ακριβώς μια φοροαπαλλαγή, η οποία δεν χρειάζεται να χρηματοδοτηθεί. Δεδομένου ότι η κατανάλωση αντιστοιχεί στο ήμισυ ή στα δύο τρίτα του ΑΕΠ για τις ανεπτυγμένες χώρες, το φθηνό πετρέλαιο βοήθησε στην αναθέρμανση της ζήτησης και στη συγχρονισμένη ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας.
Με όλα αυτά κατά νουν, μήπως πρέπει να αρχίσουμε να ανησυχούμε για την πρόσφατη ανοδική πορεία του «μαύρου χρυσού»; Οχι, τουλάχιστον προς το παρόν.
Αν, βέβαια, εκτιναχθεί ξαφνικά στα 100 δολάρια το βαρέλι, για παράδειγμα, θα προβληματιστούμε. Αλλά αν πρόκειται για μία τιμή στα 70 δολάρια το βαρέλι και ενίσχυση του πληθωρισμού 0,2%-0,3% φέτος, τότε δεν θα μας πειράξει ιδιαίτερα.
Οσον αφορά το τι να περιμένουμε, η απάντηση έχει ως εξής: Οσο καιρό οι εντάσεις μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν δεν κλιμακωθούν, πέραν του σημερινού πολέμου στην Υεμένη και σε ορισμένες περιοχές της Συρίας, και τα Στενά του Ορμούζ μένουν ανοικτά, δεν είναι πολύ πιθανόν να υπάρξει νέα αύξηση, η οποία θα διατηρηθεί επί μακρόν. Εν τω μεταξύ, η συνεχιζόμενη άνοδος τιμών χάρη στην περαιτέρω ενδυνάμωση της παγκόσμιας ζήτησης θα συντελέσει σε σημαντική αύξηση της παραγωγής στις ΗΠΑ και αλλού.
Κι ενώ ο ΟΠΕΚ εξακολουθεί να επηρεάζει την τιμή ενός βαρελιού πετρελαίου, ο έλεγχος που ασκεί γενικά περιστέλλεται λόγω οξύτερου ανταγωνισμού. Ενδεχομένως, οι τιμές να εξασθενήσουν ελαφρώς το 2018 λόγω αυξημένης παραγωγής. Πάντως, αναμένουμε ότι και φέτος θα συνεχιστεί η συγχρονισμένη ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας. Οσο καιρό οι τιμές ανέρχονται, χάρη στην έντονη ζήτηση των καταναλωτών, δεν πρέπει να ανησυχούμε. Αν οι υψηλές τιμές πετρελαίου, πάντως, παρακινήσουν ορισμένους να εφαρμόσουν τις αποφάσεις τους για τη νέα χρονιά, για να οδηγούν λιγότερο και να κάνουν περισσότερες ποδήλατο, τότε θα υπάρξουν και παράπλευρες θετικές συνέπειες.
(Καθημερινή)
-----
Ο HOLGER SCHMIEDING είναι επικεφαλής οικονομολόγος, ο KALLUM PICKERING είναι επικεφαλής οικονομολόγος για τη Βρετανία και ο FLORIAN HENSE είναι οικονομολόγος για την Ε.Ε. της Berenberg Bank.