Η πρωτοκαθεδρία των μεταφορών στην ενεργειακή κατανάλωση, αλλά και η υψηλή συμμετοχή του πετρελαίου και των ορυκτών καυσίμων στο ενεργειακό μίγμα αποτελούν δύο βασικές παραμέτρους που κάνουν την Ελλάδα εξαίρεση από την υπόλοιπη Ε.Ε. Την ίδια στιγμή, η χώρα μας παραμένει εξαρτημένη από τις εισαγωγές όλων των ορυκτών καυσίμων σε μεγαλύτερο βαθμό από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, χωρίς μάλιστα να υπάρξουν σημάδια άμβλυνσης από τη βουτιά στη ζήτηση ενέργειας που προκάλεσε η οικονομική κρίση.
Πέρα όμως από τη μείωση της κατανάλωσης, η κρίση επηρέασε και τη δυνατότητα των νοικοκυριών να εξοφλούν εμπρόθεσμα τους λογαριασμούς για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών τους - κι αυτό παρόλο που την τριετία 2013-2016 τα οικιακά τιμολόγια ρεύματος αυξήθηκαν μόλις κατά 1,5%, ενώ μάλιστα τα τιμολόγια φυσικού αερίου μειώθηκαν κατά 26,6%. Έτσι το ποσοστό των οικιακών καταναλωτών με ληξιπρόθεσμες οφειλές άγγιζε το 2015 το 42%, ένα νούμερο τέσσερις και πλέον φορές μεγαλύτερο από τον μέσο όρο στην Ευρώπη των 28.
Αυτά είναι τα κύρια σημεία της ανάλυσης της Ε.Ε. για την Ελλάδα, στο πλαίσιο της τρίτης έκθεσης που εξέδωσε την Παρασκευή 24 Νοεμβρίου, σχετικά με τοstatus της Ενεργειακής Ένωσης.
Η έκθεση καταγράφει σε ευρωπαϊκό επίπεδο την πρόοδο που έχει σημειωθεί για την πλήρη ενοποίηση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, στο πλαίσιο μιας ασφαλούς και ανταγωνιστικής οικονομίας χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών, ενώ συνοδεύεται από επιμέρους ενημερωτικά δελτία, όπου αναλύει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθενός από τα 28 κράτη-μέλη. Έτσι, αποτυπώνει το «ενεργειακό προφίλ» και της Ελλάδας, καταγράφοντας τις επιδόσεις της χώρας μας σε θέματα όπως οι ΑΠΕ, η ενεργειακή απόδοση, η δράση για το κλίμα, αλλά και το κόστος των ενεργειακών προϊόντων.
Όσον αφορά το κόστος, από την ανάλυση ξεχωρίζει η διαπίστωση για τη δραστική μείωση της τιμής το