Ο τρόπος με τον οποίο η Κίνα επιχειρεί να εμβαθύνει τις σχέσεις της με τα κράτη της Ανατολικής Μεσογείου, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, είναι το αντικείμενο πρόσφατης μελέτης του Ισραηλινού Κέντρου Στρατηγικών Σπουδών Begin-Sadat, με τίτλο «Greece, Israel, and China’s “Belt and Road” Initiative», την οποία εκπόνησε ο λέκτορας Γιώργος Τζογόπουλος.
Η μελέτη επικεντρώνει στον αντίκτυπο των κινεζικών σχεδιασμών στα πλαίσια της στρατηγικής «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» (ΟΒΟR), σχέδιο μου γνωστό και ως νέος «Δρόμος του Μεταξιού», που περνά διά θαλάσσης μέσω της Διώρυγας του Σουέζ στην Ανατολική Μεσόγειο και διά ξηράς μέσω Ιράν, Τουρκίας, Μόσχας.
Μέσω του σχεδίου αυτού, η Κίνα αναζητεί εκείνα τα κράτη-γέφυρες που θα διευκολύνουν την οικονομική διείσδυσή της στις ευρωπαϊκές αγορές, συμπεριλαμβανομένων και των ενεργειακών διεργασιών.
Στην ανάλυση του Begin-Sadat, όπως την παρουσιάζει η κυπριακή εφημερίδα Σημερινή, αναφέρεται πως η εν λόγω πρωτοβουλία παρέχει την ευκαιρία σε Ελλάδα και Ισραήλ να εξετάσουν τον νέο ρόλο της Κίνας στην Ανατολική Μεσόγειο μεγιστοποιώντας τις διμερείς τους σχέσεις, πράγμα που σταδιακά θα καταστεί αναγκαιότητα, λόγω της αναδυόμενης στρατηγικής της Κίνας και της αύξησης του ενδιαφέροντός της για τα ενεργειακά έργα στην Ελλάδα και την ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο. Προς το παρόν, πάντως, το Πεκίνο δεν θα αμφισβητήσει τον δυτικό προσανατολισμό των δύο χωρών.
Αναλυτική αναφορά γίνεται και στην ενεργειακή διάσταση του κινεζικού σχεδιασμού.
Η Κίνα, όπως σημειώνεται, έκανε τα πρώτα της βήματα στον ελληνικό ενεργειακό τομέα τον Σεπτέμβριο 2016, όταν η ΔΕΗ υπέγραψε μνημόνιο συνεργασίας με την China Machinery Engineering Corporation (CMEC) για την κατασκευή μονάδας με καύση λιγνίτη στον σταθμό Μελίτη κοντά στη Φλώρινα, μια επένδυση που εκτιμάται σε 700 εκατομμύρια ευρώ. Τον περασμένο Οκτώβριο η China State Grid International Development (SGID) υπέγραψε επίσης συμφωνία ύψους 320 εκατ. ευρώ με τη ΔΕΗ, για να αγοράσει μερίδιο 24% στη διαχείριση του Δικτύου της ΑΔΜΗΕ.
Η ενέργεια, οι μεταφορές και οι τηλεπικοινωνίες βρέθηκαν στο επίκεντρο δεύτερης συνάντησης της ομάδας εργασίας για την προώθηση του τριετούς Action Plan Ελλάδας - Κίνας, που πραγματοποιήθηκε αυτήν την εβδομάδα στην Αθήνα.
«Η πρόσφατη εξαγορά του 24% της ελληνικής ΑΗΔΜΕ από την China State Grid μπορεί να δώσει στην κινεζική εταιρεία πρόσβαση στη Μεσόγειο. Η Κύπρος, η Ελλάδα και το Ισραήλ έχουν ήδη συμφωνήσει στην κατασκευή ενός υποβρύχιου καλωδίου, που θα συνδέει τα ηλεκτρικά συστήματα των τριών χωρών. Το λεγόμενο "EuroAsia Interonnector" δημιουργεί τον αυτοκινητόδρομο ηλεκτρικής ενέργειας από τις τρεις χώρες, μέσω των οποίων μπορεί ασφαλώς η Ευρωπαϊκή Ένωση να τροφοδοτείται με ηλεκτρική ενέργεια που θα παράγεται από αποθέματα αερίου σε Κύπρο και Ισραήλ, καθώς και από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η εμπλοκή της Κίνας στο πλέγμα αυτό δεν έχει διευκρινιστεί ακόμη. Παρ' όλα αυτά, οι πιθανότητες αυξάνονται, καθώς ο Τσίπρας δήλωσε δημόσια ότι συζήτησε τη συγκεκριμένη επένδυση στην Κίνα τον Μάιο του 2017».
Όσον αφορά τα αποθέματα φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο, το ενδιαφέρον της Κίνας είναι, επί του παρόντος, θεωρητικό, αλλά θα μπορούσε να γίνει απτό στο μέλλον. Πριν από πέντε χρόνια, προσθέτει το Begin-Sadat, ο Ισραηλινός Υπουργός Μεταφορών Κατζ δήλωσε σε συνέντευξή του στην Global Times ότι το αέριο του Ισραήλ θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση των σινο-ισραηλινών συζητήσεων. «Οι εξαγωγές αερίου προς την Κίνα από το Ισραήλ θα έχουν σημαντικές στρατηγικές επιπτώσεις όχι επειδή οι πωλήσεις είναι προβληματικές, αλλά επειδή οι σχέσεις με άλλες χώρες της περιοχής και την Ε.Ε. θα επηρεαστούν.
Ακολούθως, το 2015 αναφέρθηκε ότι η FOSUN (η οποία πρόσφατα επιχείρησε ανεπιτυχώς να αγοράσει την πλειοψηφία των μετοχών και της Εθνικής Ασφαλιστικής) έδειχνε πρόθυμη να αγοράζει οικόπεδα φυσικού αερίου από την ισραηλινή Delek. Και λίγους μήνες αργότερα, η Ιερουσαλήμ και το Πεκίνο επέκτειναν τη συνεργασία τους στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης των ενεργειακών τεχνολογιών, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας κεφαλαίων για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ο Ισραηλινός Υπουργός Ενέργειας Γιουβάλ Στάινιτς προσκάλεσε τότε κινεζικές εταιρείες, όπως τον όμιλο Sinopec, την China Gezhouba Group Corporation (CGGC) και την CMEC να επενδύσουν».
Παράλληλα με τις ενεργειακές συζητήσεις, σημειώνεται πως η Κινεζική Εθνική Υπεράκτια Εταιρεία Πετρελαίου (CNOOC) έδειξε ενδιαφέρον για την αγορά μεριδίου στο οικόπεδο Αφροδίτη. «Το 2014, η ίδια κινεζική εταιρεία έδειξε επίσης ενδιαφέρον συμμετοχής στην προσφορά του Ιονίου Πελάγους για τις εξερευνήσεις αερίου, αλλά με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία η όλη διαδικασία καθυστέρησε.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτό, τις επενδύσεις στην ενέργεια, σύμφωνα με την πρωτοβουλία Belt and Road, η Κίνα αναζητεί σταδιακά νέες ευκαιρίες στην Ανατολική Μεσόγειο. Μακροπρόθεσμα, Ελλάδα, Ισραήλ και Κύπρος θα μπορούσαν να δουν την Κίνα να κερδίζει έδαφος. Ωστόσο, το Πεκίνο θα είναι αδιάφορο για την πιθανή κατασκευή του αγωγού EastMed που μεταφέρει φυσικό αέριο από την Ανατολική Μεσόγειο προς την Ε.Ε.».
Το ενδεχόμενο συνεργασίας Κίνας - Κύπρου «ιδιαίτερα στον τομέα της ενέργειας» εξέφρασε μάλιστα και ο Πρόεδρος Αναστασιάδης το 2015, μετά τη συνάντηση που είχε στο Πεκίνο τον Οκτώβριο του 2015.
Εν κατακλείδι, όπως σημειώνει η Σημερινή, η ανάλυση του ισραηλινού στρατηγικού κέντρου μελετών αναφέρει πως οι αναπτυσσόμενες σχέσεις της Κίνας με Ελλάδα και Ισραήλ αποτελούν μέρος μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής στη Μεσογειακή Λεκάνη που περιλαμβάνει επίσης προσεγγίσεις με Κύπρο, Αλγερία, Αίγυπτο, Ιταλία, Λίβανο, Μαρόκο και Τουρκία. Σε μια πρώτη ανάγνωση, τα κίνητρα του Πεκίνου είναι οικονομικά και γεωπολιτικά. Αλλά, μερικές φωνές προειδοποιούν και τάσσονται ενάντια στην κινεζική εμπλοκή στη Μεσόγειο, θεωρώντας πως θα έχει συνέπειες για την ασφάλεια, καθώς και κινδύνους στρατιωτικοποίησης.
Ο συνεχιζόμενος ανταγωνισμός μεταξύ του Πεκίνου και της Ουάσιγκτον στην Ασία θα έχει αναμφισβήτητα μια εξάπλωση στη Μεσόγειο, αναφέρεται χαρακτηριστικά, προσθέτοντας, μεταξύ άλλων, ότι η Αθήνα και η Ιερουσαλήμ μπορούν να εκμεταλλευτούν τις άριστες διμερείς τους σχέσεις και σε συνεργασία με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ να έχουν την ευκαιρία να εργαστούν για ένα νέο μοντέλο για τη Μεσόγειο.