Μια διαφορετική διάσταση σε σχέση με τις προοπτικές των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ αναδεικνύεται μέσα από διάφορες ειδήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες.
Αν προσπαθήσει κανείς να συνδυάσει διάφορα κομμάτια του παζλ που βρίσκονται διάσπαρτα εδώ κι εκεί, τότε προκύπτει ότι ενδέχεται να επίκεινται και εξελίξεις που επεκτείνονται και πέραν του πλαισίου της συμφωνίας της κυβέρνησης με τους δανειστές που επιβάλλει την «αποεπένδυση» του 40% του λιγνιτικού δυναμικού της επιχείρησης.
Από τη συζήτηση που γίνεται μέχρι τώρα, προκύπτει ότι ο αρχικός σχεδιασμός του ΥΠΕΝ και της ΔΕΗ να περιλάβουν στη λίστα με τις προς εκχώρηση μονάδες και αυτή του Αμύνταιου σκοντάφτει αφενός στις αντιδράσεις της ΕΕ και αφετέρου στα όσα διαφάνηκαν από τη σχετική «σφυγμομέτρηση» στην αγορά.
Μια εξτρά παράμετρος που έρχεται να ενισχύσει αυτές τις αντιδράσεις και να απομακρύνει την προοπτική άμεσης εκχώρησης του Αμύνταιου, έχει να κάνει με τα νέα, πιο αυστηρά πρότυπα που ανακοινώθηκαν προ ολίγων ημερών για τις μεγάλες μονάδες καύσης.
Η συγκεκριμένη απόφαση της Κομισιόν θέτει αυστηρότερα όρια εκπομπών για όλους τους τύπους ρύπων (οξείδια του αζώτου NOx, διοξείδιο του θείου SO2 και μικροσωματίδια σκόνης PM κ.α.).
Χρειάζεται βέβαια να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη απόφαση ήταν εδώ και καιρό γνωστή, αφού τα νέα πρότυπα είχαν εγκριθεί τον Απρίλιο, με την Ελλάδα, μάλιστα, να τίθεται υπέρ των αλλαγών.
Με την περαιτέρω αυστηροποίηση των ορίων εκπομπής ρύπων, το ζήτημα που ανακύπτει δεν έχει να κάνει μόνο με το ότι πιθανότατα επικυρώνεται η απόσυρση του Αμυνταίου από τη λίστα των προς εκχώρηση μονάδων. Ένα ακόμα επακόλουθο έχει να κάνει με τις προοπτικές των λιγνιτικών μονάδων που θα παραμείνουν στα χέρια της ΔΕΗ.
Η περιβαλλοντική αναβάθμιση στα σχέδια για την επόμενη ημέρα
Άλλωστε, με δεδομένη την πώληση μονάδων και ορυχείων, η ανάγκη επανασχεδιασμού των προοπτικών αξιοποίησης του λιγνιτικού δυναμικού που θα παραμείνει στην ιδιοκτησία της επιχείρησης έρχεται στο προσκήνιο για την επόμενη ημέρα της ΔΕΗ.
Πέραν, λοιπόν, της περίπτωσης του ΑΗΣ Αμυνταίου-Φιλώτα, ζήτημα προσαρμογής στα κοινοτικά περιβαλλοντικά πρότυπα τίθεται και για άλλες μονάδες της ΔΕΗ, με τον ΑΗΣ Καρδιάς να βρίσκεται, από την άποψη αυτή, στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος πλάι στο Αμύνταιο, λόγω και του δεδομένου προβλήματος που υπάρχει με τον περιορισμό στις ώρες λειτουργίας.
Υπενθυμίζεται ότι οι μονάδες σε Αμύνταιο και Καρδιά βρίσκονται σε καθεστώς περιορισμένης λειτουργίας 17500 ωρών. ΥΠΕΝ, ΔΕΗ, τοπική και περιφερειακή διοίκηση συνεχίζουν να επιδιώκουν την αποδοχή από την Κομισιόν του αιτήματος για παράταση στις 32000 ώρες, αξιοποιώντας και τα ευρήματα της Μελέτης Επάρκειας Ισχύος για την περίοδο 2017-2027 του ΑΔΜΗΕ. Μέχρι στιγμής, όμως, κάτι τέτοιο δεν έχει επιτευχθεί, με αποτέλεσμα σήμερα να απομένουν περίπου 9.500 ώρες λειτουργίας για την 4η μονάδα μέχρι το 2019 και περίπου 12.000 ώρες για την 3η μονάδα του ΑΗΣ Καρδιάς.
Πέραν των περιπτώσεων του Αμυνταίου και της Καρδιάς, όμως, με το νέο κανονισμό της ΕΕ ζήτημα (π.χ. ως προς τα οξείδια αζώτου) ενδεχομένως να τίθεται και για την υπάρχουσα μονάδα στη Μελίτη, αλλά και για τις μονάδες 3 και 4 της Μεγαλόπολης, ενώ η WWF βάζει στο κάδρο ακόμα και την Πτολεμαΐδα 5.
Προκύπτει, λοιπόν, ότι ο σχεδιασμός για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων άπτεται του στρατηγικού σχεδιασμού της επιχείρησης.
Τόσο το ΥΠΕΝ, όσο και η ΔΕΗ, έχουν κατά νου ότι λύση θα μπορούσε να δοθεί μέσω της περιβαλλοντικής αναβάθμισης των μονάδων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι έτσι ακριβώς έθεσε το ζήτημα και ο υπουργός Ενέργειας Γ. Σταθάκης, απαντώντας πρόσφατα σε ερώτηση του βουλευτή Φλώρινας της ΝΔ Γ. Αντωνιάδη για το μέλλον του ΑΗΣ Αμυνταίου-Φιλώτα.
Στην απάντησή του, μεταξύ άλλων, ο υπουργός σημειώνει ότι «αν ο ΑΗΣ Αμυνταίου-Φιλώτα αναβαθμιστεί, ώστε να καλύπτει τις απαιτήσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας για τις νέες εγκαταστάσεις, τότε θα μπορούσε να λειτουργήσει με τροποποίηση της ΑΕΠΟ του».
Προφανώς, αυτό δεν ισχύει μόνο για την περίπτωση του Αμυνταίου, αλλά και για τις άλλες μονάδες των οποίων η προσαρμογή στα ευρωπαϊκά περιβαλλοντικά πρότυπα τίθεται εν αμφιβόλω.
Από τη σκοπιά αυτή δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη και μια σχετική αναφορά του Μ. Παναγιωτάκη στη συνέντευξή του στο Xinhua. Μιλώντας στους ανταποκριτές του κινεζικού πρακτορείου, ο πρόεδρος της ΔΕΗ σημείωνε ότι η αναβάθμιση των λιγνιτικών μονάδων μπορεί να προχωρήσει μέσα από επενδυτικές συμπράξεις.
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι το με ποιους όρους και προϋποθέσεις θα μπορούσαν να προχωρήσουν τέτοιες επενδύσεις στις μονάδες της ΔΕΗ, κάτι που μένει να φανεί στην πράξη.
Πάντως, η αναφορά του προέδρου της ΔΕΗ στο συγκεκριμένο ζήτημα στη συνέντευξή του στο Xinhua δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί τυχαία. Εξάλλου, η ουσία της συνέντευξης ήταν να αναδειχθεί ο στρατηγικός χαρακτήρας που έχει για τη ΔΕΗ η επιλογή της στροφής προς την Κίνα, παρά τα όποια εμπόδια αναφύονται. Από την άποψη αυτή, δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει ότι στον τομέα της περιβαλλοντικής αναβάθμισης λιγνιτικών μονάδων δραστηριοποιούνται κινέζικοι ενεργειακοί κολοσσοί, όπως π.χ. η Shenhua, που έχουν μάλιστα εκδηλώσει ενδιαφέρον και για σχετικά έργα στην Ελλάδα.