Μείωση των περιβαλλοντικών ρύπων από τους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας περιλαμβάνουν οι νέοι κανόνες που συμφωνήθηκαν τη Δευτέρα (31 Ιουλίου), ενώ το κόστος συμμόρφωσης εκτιμάται ότι θα ξεπερνά τα 15 δις ευρώ. Από την πλευρά τους, οι περιβαλλοντικές ομάδες προβλέπουν «λουκέτο» στους ρυπογόνους σταθμούς παραγωγής άνθρακα.
Συγκεκριμένα, οι ευρωπαϊκές μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να μειώσουν τους ρύπους, όπως το οξείδιο του αζώτου, τον υδράργυρο και τα σωματίδια, σύμφωνα με νέους κανόνες που εγκρίθηκαν από τα κράτη μέλη τον Απρίλιο και οι οποίοι συμφωνήθηκαν επισήμως χθες από το Κολέγιο των Επιτρόπων.
Έως το 2021 θα πρέπει να συμμορφωθούν με τους νέους κανόνες πάνω από 3.000 μεγάλες μονάδες καύσης (LCP), ενώ σύμφωνα με εκτιμήσεις το 82% των μονάδων άνθρακα της ΕΕ είναι υπερβολικά ρυπογόνες και μη συμβατές.
Η συμμόρφωση των εν λόγω μονάδων με τη νέα νομοθεσία θα μπορούσε να κοστίσει μέχρι και €15,4 δις. Σύμφωνα με μελέτη του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για το Κλίμα που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο, οι πιο ρυπογόνες μονάδες πιθανότατα θα κλείσουν λόγω του υπέρογκου κόστους για τη συμμόρφωσή τους, αλλά της αβεβαιότητας για το μέλλον του άνθρακα ως πηγή ενέργειας.
«Δεν θα έχουν όλες οι μονάδες τη βούληση, τη χρηματοδότηση ή ακόμα και την πρόσβαση στον εξοπλισμό που απαιτείται για τη μείωση των επιπέδων ρύπανσης. Οι επενδύσεις σε μονάδες που ήδη βρίσκονται στο περιθώριο επειδή δεν ανταποκρίνονται στις κλιματικές δεσμεύσεις απλά δεν έχουν νόημα», τόνισε ο Christian Schaible, μέλος της ομάδας εργασίας που συνέβαλε στο σχεδιασμό των αναθεωρημένων κανόνων.
Επιπλέον, πρόσθεσε ότι στα εργοστάσια που δεσμεύονται να κλείσουν θα μπορούσαν «να χορηγούνται εξαιρέσεις με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα υπό αυστηρές συνθήκες και με αντάλλαγμα τη μειωμένη λειτουργία τους’’.
Πράγματι, θα επιτρέπεται η παρέκκλιση σε περίπτωση που το κόστος είναι δυσανάλογο σε σχέση με τα περιβαλλοντικά οφέλη, εφόσον όμως εξακολουθούν να τηρούνται τα μέτρα ασφαλείας.
Ο Dave Jones, αναλυτής της MKO Sandbag, παραμένει αισιόδοξος ότι «οι κυβερνήσεις έχουν κινητοποιηθεί για τη σοβαρή αντιμετώπιση της ρύπανσης, πράγμα που σημαίνει ότι θα κάνουν ένα βήμα παραπέρα από τις ελάχιστες νομικές απαιτήσεις». Πρόσθεσε, επίσης ότι είναι σημαντικό να κινηθούν άμεσα προς αυτή την κατεύθυνση και να μη περιμένουν μέχρι την λήξη της προθεσμίας το 2021.
Την περασμένη εβδομάδα, σχετική μελέτη κατέδειξε ότι οι χώρες της ομάδας των G20 δαπανούν τεράστια ποσά για υγειονομική περίθαλψη που οφείλεται στην ατμοσφαιρική ρύπανση.Η έκθεση υποστηρίζει ότι τα δισεκατομμύρια που δίνονται σε επιδοτήσεις για τη χρήση ορυκτών καυσίμων μεταφράζονται σε τρισεκατομμύρια δαπανών για την υγεία.
Η ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να προκαλέσει πλήθος ασθενειών, που σχετίζονται με τους πνεύμονες και τις αναπνευστικές λοιμώξεις. Οι ΜΚΟ υποστηρίζουν ότι οι νέοι κανόνες θα μπορούσαν να σώσουν έως και 20.000 ζωές ετησίως.
Το Φεβρουάριο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προειδοποίησε ότι οι νόμοι της ΕΕ για την ποιότητα του αέρα καταστρατηγούνται σε περισσότερες από 130 πόλεις των 23 από τα 28 κράτη μέλη. Τον Απρίλιο, ο εκπρόσωπος Τύπου, Enrico Brivio, δήλωσε ότι «η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι η πρωταρχική περιβαλλοντική αιτία πρόωρου θανάτου στην ΕΕ».
Ωστόσο, οι νέοι κανόνες δεν χαίρουν διεθνούς αναγνώρισης, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη που εξαρτώνται ενεργειακά από τον άνθρακα, όπως η Πολωνία, η Βουλγαρία, η Γερμανία και η Τσεχία αντιτάχθηκαν στις αλλαγές.
Δριμεία κριτική είχε ασκηθεί στη Γερμανία λόγω της ένταξής της στο λεγόμενο «τοξικό μπλοκ» των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, παρά τις δεσμεύσεις της για ενεργειακή μετάβαση και σταδιακή μείωση εκπομπών άνθρακα ως μέρος του σχεδίου της για την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού.
Τα τελευταία δύο χρόνια, τα πρότυπα ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα αποδείχτηκαν απαιτητικά για την Ευρώπη. Η Επιτροπή έχει κινηθεί νομικά εναντίον 12 κρατών μελών, επειδή δεν τήρησαν τα επιτρεπόμενα όρια διοξειδίου του αζώτου, ενώ έχει π προχωρήσει και σε περισσότερες διαδικασίες επί παραβάσει για συγκεκριμένο θέμα.
Η Ευρωπαϊκή Οδηγία για τις Βιομηχανικές Εκπομπές τέθηκε σε ισχύ το 2011, ωστόσο τα πανευρωπαϊκά όρια εκπομπών από τις μεγάλες μονάδες καύσης επικρίθηκαν ως αδύναμα, επιτρέποντας σε πολλές μονάδες να υπερβαίνουν τα επιτρεπτά όρια.
Σε ανακοίνωσή της η Επιτροπή δήλωσε ότι θα επανεξετάσει τις άδειες των μεγάλων μονάδων καύσης μετά την έκδοση εκτελεστικής πράξης που θα περιλαμβάνει τα συμπεράσματα των «Βέλτιστων Διαθέσιμων Πρακτικών» (ΒΔΠ).
Σύμφωνα με την Οδηγία για τις Βιομηχανικές Εκπομπές, έντεκα άλλοι τομείς ενέκριναν τα συμπεράσματα των ΒΔΠ. Η αναθεώρηση των αδειών θα πρέπει να πραγματοποιηθεί τα επόμενα τέσσερα χρόνια πριν από την προθεσμία του 2021.