Παρά τη μείωση της ανεργίας που προβλέπει στην έκθεσή του ο ΟΟΣΑ, το σκορ της Ελλάδας σε όλους τους ποιοτικούς και ποσοτικούς δείκτες είναι πολύ χαμηλό. Πολύ κάτω από τα προ κρίσης ποσοστά θα παραμείνει η απασχόληση.
14 Ιουνίου 2017 - 08:53
Από τις χειρότερες βαθμολογίες μεταξύ των χωρών του Οργανισμού Συνεργασίας και Ανάπτυξης -σίγουρα κάτω από τον μέσο όρο και σε πολλές περιπτώσεις στην τελευταία θέση- λαμβάνει η χώρα μας σε όλους τους επιμέρους δείκτες απασχόλησης, για το 2017, παρά τις θετικές προβλέψεις για περαιτέρω αύξηση του ποσοστού απασχόλησης και μείωση της ανεργίας, τα επόμενα δύο χρόνια.
Μάλιστα, αν και προβλέπεται ότι γενικά η αγορά εργασίας στις χώρες του ΟΟΣΑ θα συνεχίσει να βελτιώνεται, με το ποσοστό απασχόλησης να επιστρέφει στα προ κρίσης επίπεδα, αν όχι στο τέλος του 2018 σίγουρα στις αρχές του 2019, στην Ελλάδα οι προοπτικές δεν αφήνουν πολλά περιθώρια εφησυχασμού.
Παρότι προβλέπεται αύξηση της απασχόλησης στις ηλικίες 15-74 ετών, κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες τη διετία 2017-2018, στο τέλος του 2018, το ποσοστό απασχόλησης θα είναι πέντε ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από ό,τι ήταν πριν από την κρίση.
Αναλυτικά, το ποσοστό απασχόλησης στη χώρα μας, που αυξάνεται σταδιακά από τα τέλη του 2013, εκτιμάται ότι θα φθάσει στο 48% στο τελευταίο τρίμηνο του 2018 από 46% στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2016.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει άλλωστε η έκθεση του ΟΟΣΑ, η ανάκαμψη της εγχώριας αγοράς εργασίας θα είναι μία αργή διαδικασία, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει εφαρμόσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, που εστιάζουν στην καθιέρωση μεγαλύτερης ευελιξίας. Παραδέχεται βέβαια, ότι μετά από μία παρατεταμένη και βαθιά ύφεση, η ελληνική οικονομία άρχισε να αναπτύσσεται ξανά στα τέλη του 2016 και αναμένεται να συνεχίσει να αναπτύσσεται την επόμενη διετία.
Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα, 23,2% με στοιχεία Φεβρουαρίου, είναι το μεγαλύτερο μεταξύ των χωρών-μελών του Οργανισμού. Και όπως επισημαίνεται, παρά τη συγκρατημένη μείωσή του από τα τέλη του 2013, παραμένει πολύ υψηλό, εξαιτίας της αύξησης της ανεργίας που προκλήθηκε από τη βαθιά κρίση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το ποσοστό ανεργίας των νέων στην Ελλάδα, στο 48% τον Φεβρουάριο του 2017, είναι τετραπλάσιο σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ (12,1%). Υπερδιπλάσιο του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ, στο 73% έναντι 32%, είναι και το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων, με τον Οργανισμό να χαρακτηρίζει «δύσκολη πρόκληση» την προσπάθεια επανόδου όλων των μακροχρόνια ανέργων στην εργασία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα είναι κάτω από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ και στους 9 ποιοτικούς, επιμέρους δείκτες που χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά από τον Οργανισμό, αποδεικνύοντας το βαρύ κοινωνικό κόστος της οικονομικής κρίσης.
Για παράδειγμα, η χώρα μας συγκαταλέγεται στις 3 τελευταίες χώρες στους ποσοτικούς δείκτες της ανεργίας, της απασχόλησης, και της πλήρους εργασίας. Βρίσκεται στην πρώτη θέση αναφορικά με την ανασφάλεια στην αγορά εργασίας και στη δεύτερη ως προς το εργασιακό άγχος. Τέλος, πολύ «φτωχό» είναι το σκορ της χώρας μας ως προς επιμέρους στοιχεία για την κοινωνική συνοχή. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα μετά την Ισπανία είναι η χώρα με τον υψηλότερο αριθμό εργαζόμενων που ζουν με το χαμηλότερο εισόδημα.
Το χάσμα μεταξύ φύλων ως προς την αμοιβή εργασίας είναι επίσης το τέταρτο υψηλότερο, μετά την Ιαπωνία, την Κορέα και το Μεξικό. Να σημειωθεί ότι το υψηλό μισθολογικό χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών αντανακλά το σχετικά χαμηλό επίπεδο απασχόλησης των γυναικών, που με τη σειρά του αντανακλά χαμηλές δαπάνες για την προστασία των παιδιών, καθώς και περιορισμένη διαθεσιμότητα για συμφωνίες ευέλικτης απασχόλησης.
Τέλος, στην Ελλάδα καταγράφεται το δεύτερο υψηλότερο χάσμα αμοιβών μεταξύ των ανδρών που βρίσκονται στην ακμή της επαγγελματικής τους πορείας και των μη προνομιούχων ομάδων, όπως είναι μητέρες με ανήλικα τέκνα, νέοι που δεν έχουν ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ηλικιωμένοι εργάτες, μετανάστες και άτομα με αναπηρία.
Ρούλα Σαλούρου
[email protected]