Όπως είναι ήδη γνωστό, πραγματοποιείται αύριο 15 Ιουνίου στη Θεσσαλονίκη τριμερής διάσκεψη Ελλάδας - Ισραήλ-Κύπρου. Πρόκειται για την τρίτη φορά που ο Έλληνας πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, ο ισραηλινός ομόλογός του Benjamin Netanyahu και ο κύπριος πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης θα συναντηθούν, έχοντας στο επίκεντρο των συνομιλιών τους την ενεργειακή συνεργασία. Οι δύο προηγούμενες τριμερείς έγιναν πέρυσι τον Ιανουάριο και Δεκέμβριο στη Λευκωσία και Ιερουσαλήμ αντίστοιχα. Δεδομένο θεωρείται πλέον ότι οι τρεις χώρες θα προχωρήσουν στην πόντιση καλωδίου ηλεκτρικής ενέργειας. Η προσοχή, βέβαια, στρέφεται εύλογα στην πιθανή μελλοντική κατασκευή του αγωγού «EastMed».
Πρόκειται για ένα τεράστιο έργο που εφόσον υλοποιηθεί θα συνδέσει τα ενεργειακά κοιτάσματα της νοτιοανατολικής Μεσογείου με την Κύπρο και την Ελλάδα, ενώ θεωρείται πιθανό να συμμετάσχει και η Ιταλία. Παρά τα μεγάλα βάθη, ιδίως νοτίως της Κρήτης, πρόσφατες μελέτες δείχνουν πως η κατασκευή του «EastMed» είναι τεχνικά εφικτή. Η σημασία του έργου γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, καθώς αυτό συζητείται σε μία περίοδο που η Ευρώπη στοχεύει στη σταδιακή απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο. Συνεπώς, το υποστηρίζει προσφέροντας συγχρηματοδότηση. Επιπροσθέτως, η πιθανή μελλοντική κατασκευή του διφορούμενου αγωγού «NordStreamII», ο οποίος θα συνδέει τη Ρωσία με τη Γερμανία συμπληρώνοντας τον «NordStreamI», ίσως κινητοποιήσει ακόμα περισσότερο τις Βρυξέλλες να υποστηρίξουν ένα έργο καθαρά ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος.
Ο δρόμος, βέβαια, για τον «EastMed», κάθε άλλο παρά είναι εύκολος. Το Ισραήλ, που αναμφίβολα αποτελεί την κινητήριο δύναμη, επεξεργάζεται εναλλακτικές. Σε αυτές ανήκουν η κατασκευή αγωγού που θα συνδέει τα ενεργειακά κοιτάσματα της νοτιοανατολικής Ευρώπης με την Τουρκία και η χρησιμοποίηση υπαρχουσών δομών υγροποίησης και επαναεριοποίησης των υδρογονανθράκων στην Αίγυπτο. Η πρώτη εναλλακτική κοστίζει λιγότερο από τον «EastMed» αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να προχωρήσει όσο δεν επιλύεται το Κυπριακό. Και η δεύτερη μπορεί μεν να βασιστεί προσωρινά στις καλές σχέσεις Ισραήλ-Αιγύπτου αλλά αυτό δεν είναι δεδομένο για το μέλλον. Επίσης, η αυξανόμενη παρουσία της Ρωσίας στην Αίγυπτο δημιουργεί επιπρόσθετη ανησυχία στην ισραηλινή κυβέρνηση.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα μπορεί να επωφεληθεί από τις πολύ καλές σχέσεις που διατηρεί τα τελευταία χρόνια με το Ισραήλ, επιμένοντας στη σημασία του «ΕastMed». Αλλά και το ίδιο το Ισραήλ δεν εμπιστεύεται τον πρόεδρο της Τουρκίας Tayyip Erdogan, ο οποίος πρόσφατα το κατηγόρησε ξανά ανοιχτά για το Παλαιστινιακό. Ο ίδιος έχει άλλωστε αρκετές λύσεις εισαγωγής φυσικού αερίου μετά την ομαλοποίηση των σχέσεων της χώρας του με την Ρωσία. Έτσι, το Ισραήλ ίσως προτιμήσει μια λύση που μπορεί μεν να κοστίσει περισσότερο αλλά θα είναι πιο σίγουρη. Το καλό ελληνοϊσραηλινό κλίμα σε επενδυτικό επίπεδο επιβεβαιώνεται, επίσης, από την πρόσφατη συμφωνία της Energean Oil & Gas για πώληση φυσικού αερίου στο Ισραήλ.
Αν ο «EastMed» προχωρήσει, όχι μόνο θα συμβάλει στην απενέργειαεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, αλλά και θα έχει εγγυημένους πελάτες στην Ευρώπη, καθώς θα αποφεύγεται ο τουρκικός διάδρομος. Αυτό συνάδει με τα ενδιαφέροντα τόσο της Ελλάδας όσο και του Ισραήλ. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα προσπαθεί εναγωνίως να πείσει για τη σταθερότητά της και τη διάθεσή της να αποκαταστήσει τη χαμένη εμπιστοσύνη σε μία περίοδο οικονομικής κρίσης. Το Ισραήλ, επίσης, πάντα βλέπει με καλό μάτι τη βελτίωση των σχέσεών του με την Ευρωπαϊκή Ένωση, που κατά καιρούς επιδεινώνονται λόγω της κριτικής που η τελευταία του ασκεί για τη συνέχιση των εποικισμών.
Όσον αφορά το ελληνικό εθνικό συμφέρον, η πιθανή μελλοντική κατασκευή του αγωγού «EastMed» δεν θα αποτελέσει μεμονωμένη εξέλιξη αλλά συνέχεια ήδη σημαντικών έργων. Γίνεται, βέβαια, λόγος, για την κατασκευή των αγωγών ΤΑΡ και IGB, καθώς επίσης και για τη μελλοντική εγκατάσταση των πλωτών βάσεων επαναεροποίησης φυσικού αερίου στην Αλεξανδρούπολη. Έτσι, μπορεί να ενισχυθεί ουσιαστικά η γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας. Ακόμα και σε δύσκολες οικονομικά εποχές, λοιπόν, μπορεί να χαραχθεί επιτυχημένη εξωτερική πολιτική με γνώμονα το εθνικό συμφέρον εφόσον αυτή στηρίζεται σε μακροπρόθεσμο, συστηματικό προγραμματισμό και σε ενίσχυση των διμερών και πολυμερών επαφών με σημαντικούς ενεργειακούς παίκτες στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
*Η κα Θεανώ Δαμιάνα Αγαλόγλου είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Διεθνών Σχέσεων από το London School of Economics and Political Science.