Η διαφαινόμενη αυξημένη εμπλοκή κινεζικών εταιρειών στα ενεργειακά πράγματα της χώρας, μέσα από τις διάφορες επενδύσεις που προχωρούν (π.χ. εξαγορά από τη State Grid του 24% του ΑΔΜΗΕ) ή σχεδιάζονται (π.χ. συνεργασία ΔΕΗ με CMEC για τη Μελίτη 2 και εργοστάσιο έξυπνων μετρητών, συνεργασία Όμιλου Κοπελούζου με Shenhua Group, συνάντηση Τσίπρα με State Grid στο Πεκίνο για επενδυτικές πρωτοβουλίες σε δίκτυα και ΑΠΕ κ.α.), καθιστά ιδιαίτερα ενδιαφέρον ζήτημα συζήτησης της επενδυτικής στρατηγικής της Κίνας στον ενεργειακό τομέα.
Η παρουσία 29 ηγετών κρατών στο Πεκίνο, στα πλαίσια του φόρουμ για το «Σύγχρονο δρόμο του μεταξιού» που ολοκληρώθηκε χθες, αποτέλεσε μια καλή ευκαιρία για την Κίνα να παρουσιάσει στη διεθνή κοινότητα τους σχεδιασμούς της, επιβεβαιώνοντας έτσι τον αυξημένο ρόλο που διεκδικεί στο διεθνές οικονομικό-πολιτικό γίγνεσθαι. Η παρουσιάση αυτή είχε, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο, έντονο ενεργειακό χρώμα.
Ο πρόεδρος της Κίνας, Ξι Τζιπινγκ, ανέπτυξε ενώπιον των προσκεκλημένων του το κινεζικό όραμα για τη σύμπηξη μιας διεθνούς συμμαχίας για την πράσινη ανάπτυξη, σε στόχο την ανάπτυξη της επιστημονικής συνεργασίας και την προσαρμογή στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, όπως είπε.
Για το σκοπό αυτό, η Κίνα προτίθεται να συμβάλλει σε επενδύσεις ύψους ως 900 δισ. δολαρίων στο εξωτερικό. Όπως είπε ο Κινέζος πρόεδρος, «χρειάζεται να επωφεληθούμε από τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται από το νέο γύρο αλλαγών στο ενεργειακό μίγμα και την επανάσταση στις ενεργειακές τεχνολογίες, για να αναπτύξουμε την παγκόσμια ενεργειακή διασύνδεση και να πετύχουμε την πράσινη ανάπτυξη, με χαμηλές ανρθακικές εκπομπές».
Μέσω της στρατηγικής αυτής, η Κίνα επιδιώκει να αναβαθμίσει περαιτέρω τη θέση της στη διεθνή σκακιέρα, να δώσει ώθηση στην οικονομική της ανάπτυξη και να επεκτείνει την επιρροή της, σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ φαίνεται να διολισθαίνουν σε πιο προστατευτικές θέσεις.
Από τη μια ο άνθρακας, από την άλλη οι ΑΠΕ και στη μέση τα... γουάν
Η Κίνα ηγείται παγκοσμίως στην παραγωγή φωτοβολταϊκών πάνελ και άλλων «καθαρών» ενεργειακών τεχνολογικών προϊόντων, επιδεικνύοντας μια διαρκώς αυξανόμενη εξαγωγική δραστηριότητα.
Την ίδια ώρα, η Κίνα παραμένει στην πρώτη θέση των επενδυτών στην ηλεκτροπαραγωγή με ανθρακικά καύσιμα.
Η έκθεση που δημοσίευσε πρόσφατα το Global Environment Institute (GEI) δείχνει ότι η Κίνα έχει ήδη στρέψει την επενδυτική της προσοχή στις χώρες του «δρόμου του μεταξιού». Το GEI καταγράφει κινεζική συμμετοχή σε 240 επιχειρηματικά σχέδια που αφορούν ηλεκτροπαραγωγή από άνθρακα, σε έργα συνολικής ισχύος 251GW. Από αυτά, τα 52 βρίσκονται σε φάση σχεδιασμού και τα 51 ήδη κατασκευάζονται, ενώ συμπεριλαμβάνονται και όσα έχουν κατασκευαστεί από το 2001.
Σύμφωνα με την έκθεση, η επιθετική αυτή επενδυτική πολιτική της Κίνας στο συγκεκριμένο τομέα, ιδίως μεταξύ 2013 και 2015, ήρθε να καλύψει το κενό που άφησε η απόσυρση του ενδιαφέροντος για τέτοιου είδους πρότζεκτ από δυτικούς θεσμικούς φορείς, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα. Το 2016 σημειώθηκε μια σχετική κάμψη, την οποία το GEI εκτιμά ότι ίσως οφείλεται στους σχεδιασμούς της χώρας βάσει των δεσμεύσεων της συμφωνίας του Παρισιού το 2015.
Αξίζει να σημειωθεί πάντως, ότι πέραν της Ασίας και της Αφρικής, όπου η κινεζική επενδυτική παρουσία έχει ενισχυθεί εδώ και κάποια χρόνια, το ενδιαφέρον για επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα της Ευρώπης, και ιδίως σε χώρες που δέχονται "πίεση" εξαιτίας των περιβαλλοντικών περιορισμών που επιβάλλονται στην ηλεκτροπαραγωγή από άνθρακα, ενισχύεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια.
Το GEI σημειώνει ότι η αυξανόμενη διεθνώς διστακτικότητα για τέτοιου είδους επενδύσεις ενδεχομένως οφείλεται σε πιθανούς κινδύνους που σχετίζονται με την τάση για επιτάχυνση της αναμόρφωσης της ενεργειακής αγοράς σε βάρος των ορυκτών καυσίμων.
Αξιοποιώντας τη βελτιωμένη έναντι των ανταγωνιστών της θέση, η Κίνα επιδιώκει να εισέλθει με εμφατικό τρόπο στις συγκεκριμένες αγορές, σε μια κίνηση με ιδιαίτερο γεωπολιτικό ενδιαφέρον.
Δεν χαίρονται όλοι από την αυξημένη δραστηριότητα των Κινέζων
Παρά τις εκκλήσεις του Κινέζου προέδρου για «ένα πράσινο τρόπο ζωής, με χαμηλές εκπομπές ρύπων, κυκλικό και βιώσιμο» και τις μεγάλες κινεζικές επενδύσεις σε ΑΠΕ, αρκετοί είναι αυτοί που δυσπιστούν για το κατά πόσο οι κινεζικές διακηρύξεις είναι ειλικρινείς.
Ήταν, άλλωστε, χαρακτηριστική η απουσία της Ινδίας από τις σχετικές διαβουλεύσεις. Η περίπτωση της Ινδίας χρήζει αναφοράς, μιας και πρόκειται για μια ισχυρη αναδυόμενη οικονομική και πολιτική δύναμη, που διεκδικεί αναβαθμισμένο ρόλο στη διεθνή σκηνή και πρωταγωνιστικό στην περιφερειακή. Πρόκειται, επίσης, για μια χώρα, με ισχυρή ανθρακική ενεργειακή βάση και προοπτικές, στην οποία παράλληλα λαμβάνουν χώρα μεγάλες επενδύσεις στις ΑΠΕ. Μάλιστα, η ινδική κυβέρνηση εξέδωσε και ανακοίνωση με την οποία ουσιαστικά αμφισβητεί την περιβαλλοντική και οικονομική βιωσιμότητα των κινεζικών επενδυτικών σχεδίων.
Είναι αυταπόδεικτο ότι οι κινήσεις αυτές εντάσσονται σε μια σκακιέρα ολοένα και εντεινόμενων ανταγωνισμών. Χαρακτηριστική, άλλωστε, είναι και η ερμηνεία που έδωσαν αρκετοί διεθνείς αναλυτές στην υπογραφή που έβαλαν στο Πεκίνο οι ηγέτες των χωρών που συμμετείχαν στο Φόρουμ (μεταξύ των οποίων και η Ρωσία με την Τουρκία) στην έκκληση περί τήρησης των δεσμεύσεων της συμφωνίας του Παρισιού, ως πίεση προς τις ΗΠΑ και τις σκέψεις Τραμπ περί απόσυρσης από αυτή.
Από φαινομενικά διαφορετική αφετηρία, το ίδιο ζήτημα θέτει και ο εκπρόσωπος καμπάνιας της Greenpeace Ahead of the summit, Greenpeace campaigner Yixiu Wu: «Δεδομένου ότι περισσότερες από τις μισές επενδύσεις της Κίνας στο εξωτερικό αφορούν τους τομείς της ενέργειας και των υποδομών, η πρωτοβουλία για το “δρόμο του μεταξιού” αποτελεί μια ευκαιρία για την Κίνα ώστε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Δίνοντας προτεραιότητα στη βιωσιμότητα, η Κίνα θα κατοχυρώσει την θέση της, καθώς ολοένα ενισχύεται ο ρόλος της σε διεθνές επίπεδο».