Αναπόδραστη εξέλιξη θεωρείται μέχρι το 2030 η συρρίκνωση της συμμετοχής του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα της χώρας σε ποσοστά μπορεί και μεταξύ 20%-25%.
Τα επίπεδα αυτά φωτογράφισε προ ημερών από την Κοζάνη ο ίδιος ο υπουργός Ενέργειας, επικαλούμενος την ευρωπαϊκή πολιτική απεξάρτησης από τα στερεά καύσιμα, και επαναλαμβάνοντας ότι πρόθεση της κυβέρνησης είναι να παραμείνει η ΔΕΗ στρατηγικός πυλώνας της χώρας, δίχως όμως να εξηγήσει πως θα γίνει αυτό.
"Δεν θα είναι ο λιγνίτης στο 10% το 2030, δεν θα είναι όμως και στο 35%, αλλά θα συνεχίσει να αποτελεί ένα ισχυρό ποσοστό του μείγματος (δεν έχει σημασία αν θα είναι 20%, 25%, 30%), και την βάση του ενεργειακού μας συστήματος, καθώς οι ΑΠΕ θα έχουν αυξηθεί", ήταν τα λόγια του Γιώργου Σταθάκη από το Περιφερειακό Συμβούλιο Δυτικής Μακεδονίας, τροφοδοτώντας νέες ανησυχίες.
Εκείνο που δεν είπε ο κ. Σταθάκης ήταν τι θα απογίνει η απασχόληση, και οι χιλιάδες θέσεις εργασίας, άμεσες, και έμμεσες σε μονάδες και ορυχεία της ΔΕΗ τόσο στην Δ.Μακεδονία, όσο και στην Αρκαδία, που έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, κινδυνεύουν τα επόμενα χρόνια να χαθούν.
Εθεσε μάλιστα ο υπουργός τον πήχη δυσκολίας και προσαρμογής της ΔΕΗ στην νέα εποχή, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι για να παραμείνει η επιχείρηση στρατηγικός πυλώντας της χώρας, πρέπει να γίνουν διάφορες αλλαγές, υποννοώντας προφανώς στη δομή της.
"Μερικές είναι δύσκολες, μερικές είναι επιβεβλημένες, μερικές είναι ζητούμενες, κάποιες πρέπει να τις κάνει η κυβέρνηση, κάποιες η ίδια η ΔΕΗ, κάποιες πρεπει να τις συζητήσει η τοπική κοινωνία", είπε με νόημα ο υπουργός, προσθέτοντας ότι αναπόσπαστο στοιχείο αυτής της διαδικασίας είναι το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των μονάδων της, μαζί με τις αποσύρσεις, χαρακτηρίζοντας ως εμβληματικό έργο την Πτολεμαίδα V.
Το ερώτημα ωστόσο είναι τι βάρος έχουν αυτά τα λόγια, όταν στα σενάρια που συζητώνται για τις πωλήσεις λιγνιτικών μονάδων, πληροφορίες λένε ότι πθανόν να περιλαμβάνεται και η πώληση της Πτολεμαίδας V, μονάδας που μαζί με την Μελίτη ΙΙ επρόκειτο να αποτελέσουν το βαρύ πυροβολικό της ΔΕΗ για την είσοδό της στην νέα εποχή.
Μέχρι σήμερα η ΔΕΗ έχει, σύμφωνα με τις πληροφορίες, καταβάλει για την Πτολεμαίδα γύρω στα 500 εκατ. ευρώ, και το σκεπτικό είναι ότι οποίος επενδυτής βρεθεί να της δώσει το ποσό αυτό, συν προφανώς ένα premium που να αποτιμά την υπεραξία της μονάδας (διάρκεια λειτουργίας, περιβαλλοντικές προδιαγραφές, κλπ), η επιχείρηση είναι διατεθειμένη να πουλήσει.
Επενδυτικές επιλογές
Επίσης στα ψιλά πέρασε και η αναφορά Σταθάκη για τις επενδυτικές επιλογές της ΔΕΗ, δίχως να είναι σαφές σε τι ακριβώς αναφερόταν. "Υπάρχουν προφανώς θέματα με κάποιες επενδυτικές επιλογές της ΔΕΗ, ανοικτό είναι αυτό το θέμα και προς συζήτηση, το ξέρει η τοπική κοινωνία, όπως και η ΓΕΝΟΠ, δεν θα το κρύψουμε. Είναι μια συζήτηση που θα την κάνουμε αναγκαστικά το επόμενο διάστημα", είπε χαρακτηριστικά.
Το ερώτημα επομένως έρχεται και επανέρχεται. Είναι άραγε εφικτό, πόσο μάλλον υπό την πίεση των θεσμών για πώληση μονάδων, να συμβαδίσουν οι στόχοι για τον περιορισμό των επικίνδυνων για το κλίμα εκπομπών αερίων με την κατασκευή νέων μονάδων, έστω και τεχνολογικά πιο προηγμένων από τις μονάδες που κατασκευάστηκαν τις δεκαετίες του 1970 και του 19880, στηριζομένων στην παραγωγή ενέργειας από κάρβουνο;
Δεν έχουν περάσει παρά μερικοί μήνες από τον περασμένο Νοέμβριο, όταν ο πρόεδρος της ΔΕΗ Μ. Παναγιωτάκης, είχε επισημάνει στο ελληνο-ρωσικό ενεργειακό συνέδριο, ότι η πραγματικότητα είναι ζοφερή όχι μόνο για τη ΔΕΗ αλλά και για την οικονομία της χώρας, της οποίας "η εξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα και η έκθεση στις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών θα αυξηθούν σε βαθμό πολύ δύσκολα διαχειρίσιμο".
Παράγοντες πάντως της ενεργειακής αγοράς εκτιμούν ότι, ακόμη και με τα δωρεάν δικαιώματα και τη λειτουργία των δύο νέων λιγνιτικών μονάδων, το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη στην χώρα μας δεν θα είναι ανταγωνιστικό και το ρεύμα θα παραμείνει ακριβότερο του εισαγόμενου από Βουλγαρία. Σύμφωνα πάντα με τις ίδιες πηγές, η διαφορά είναι δύσκολο να γεφυρωθεί με τα δωρεάν δικαιώματα, καταρχήν διότι ο ελληνικός λιγνίτης έχει χαμηλότερη θερμογόνο δύναμη σε σχέση με το αντίστοιχο ορυκτό στη Βουλγαρία. Αφετέρου, στη γείτονα χώρα είναι φθηνότερο και το εργατικό δυναμικό.