Η σημασία που δίνει η κυβέρνηση στην υλοποίηση έργων για την επέκταση του δικτύου φυσικού αερίου, έγινε παγκοίνως γνωστή μετά την αναφορά που έκανε ο πρωθυπουργός μιλώντας στο Μουσείο της Ακρόπολης για την ανάπτυξη και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Όπως είπε ο Αλέξης Τσίπρας «δημοπρατούνται άμεσα, με στόχο να ξεκινήσει η κατασκευή τους το πρώτο 3μηνο του 2017, άλλα 4 σημαντικά ενεργειακά έργα στον κλάδο του φυσικού αερίου, συνολικού προϋπολογισμού 250 εκατ. ευρώ, με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ 2014-2020. Πρόκειται για την κατασκευή υποδομών διανομής φυσικού αερίου σε έξι πόλεις της Περιφέρειας Ανατ. Μακεδονίας-Θράκης και σε 6 πόλεις της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας».
Τα έργα αυτά, ως γνωστόν, είναι μέρος της στρατηγικής που έχει χαράξει η διοίκηση της ΔΕΠΑ (στο «δόγμα Κιτσάκου» έχει αναφερθεί στο παρελθόν το energypress) σύμφωνα με την οποία θα εξαντληθούν όλες οι δυνατότητες και οι μέθοδοι ώστε το αέριο να φτάσει παντού όπου είναι δυνατόν στην Ελλάδα.
Εκείνο ωστόσο που δεν έχει αναδειχθεί επαρκώς είναι το γεγονός ότι η ΔΕΠΑ προσπαθούσε επί πολλά χρόνια να διευρύνει τις γεωγραφικές περιοχές διείσδυσης του αερίου, αλλά οι προσπάθειες αυτές συναντούσαν την απόλυτη αποτυχία. Οι διεθνείς διαγωνισμοί που είχε μετά από μακρά προετοιμασία προκηρύξει, τόσο τον Απρίλιο του 2012, όσο και στο τέλος του 2013 για την προσέλκυση στρατηγικών επενδυτών που θα αναλάμβαναν τρείς νέες Εταιρείες Παροχής Αερίου (ΕΠΑ), μία στη Στερεά Ελλάδα και την Εύβοια, μία στην Κεντρική Μακεδονία και μία στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, είχαν αποβεί και οι δύο άγονοι. Έκτοτε η όλη υπόθεση είχε παγώσει μέσω μιας πρόδηλης «αμηχανίας» της εταιρείας.
Το «κλειδί» που φαίνεται ότι ξεκλείδωσε την επιχείρηση «επέκταση δικτύου» ήταν η επιλογή της διοίκησης Κιτσάκου, (επιλογή που πρέπει να αναγνωριστεί ότι έγινε νωρίς, πράγμα που αποδεικνύει ότι είχε υπάρξει προετοιμασία πριν την ανάληψη καθηκόντων…) να στρέψει τα νώτα στην λογική της δημιουργίας νέων ΕΠΑ και να επικεντρώσει στην προσέγγιση των ίδιων των Περιφερειών, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση των δυνατοτήτων του ΕΣΠΑ, ίδιων πόρων της ΔΕΠΑ, αλλά και άλλων χρηματοδοτικών εργαλείων.
Δεν είναι τυχαίο ότι πρόσφατα ο επικεφαλής της ΔΕΠΑ βρέθηκε στις Βρυξέλες σε εκδήλωση για την επέκταση των υποδομών φυσικού αερίου στην Ελλάδα, ενώ συναντήθηκε για το σκοπό αυτό με την Επίτροπο Περιφερειακής Ανάπτυξης της ΕΕ Κορίνα Κρέτσου με την οποία συζήτησε τη χρηματοδότηση των αντίστοιχων επενδύσεων από την Ε.Ε. Ας σημειωθεί επίσης ότι το πρόγραμμα εντάσσεται πλέον στο «Σχέδιο Γιούνκερ».
Το πρόγραμμα επέκτασης
Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το πρόγραμμα της ΔΕΠΑ, η περεταίρω αναβάθμιση της εσωτερικής αγοράς θα γίνει με τρείς τρόπους:
· Επέκταση των δικτύων σε περιοχές που γειτνιάζουν με τον κεντρικό σύστημα μεταφοράς του φυσικού αερίου.
· Μεταφορά, με βυτιοφόρα, συμπιεσμένου αερίου (CNG) σε πιο απομακρυσμένες περιοχές στις οποίες θα εγκατασταθούν συμπιεστές και θα αναπτυχθούν μικρά τοπικά δίκτυα, στο βαθμό βεβαίως που οι καταναλώσεις επιτρέπουν τέτοιες επενδύσεις.
· Με μεγαλύτερα έργα μεταφοράς υγροποιημένου αερίου (LNG) σε λιμάνια της χώρας, εγκατάστασης των σχετικών υποδομών και ανάπτυξη τοπικών δικτύων.
Η πρώτη φάση του σχεδιασμού, για την περίοδο 2016-2025, αφορά τέσσερις περιφέρειες: Ανατολική Μακεδονία - Θράκη, Στερεά Ελλάδα - Εύβοια, Κεντρική Μακεδονία, Δυτική Ελλάδα. Οι τρεις πρώτες είναι οι πιο «προχωρημένες» σε επίπεδο προετοιμασίας, αρχής γενομένης από την Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης και την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος. Στη Δυτική Ελλάδα πρόκειται να υπάρξει μεταφορά LNG, καθώς ήδη στην Πάτρα έχει υπάρξει παραχώρηση έκτασης μέσα στο λιμάνι.
Το μήκος των νέων δικτύων διανομής χαμηλής πίεσης και των γραμμών εξυπηρέτησης, που θα κατασκευαστούν έως το τέλος του 2021, εκτιμάται σε περίπου 1.300 χιλιόμετρα, τα οποία θα προστεθούν στα 450 χιλιόμετρα του ήδη υπάρχοντος δικτύου.
Στο πλαίσιο του δικτύου αυτού υπολογίζεται ότι θα δημιουργηθούν εντός της επόμενης δεκαετίας συνολικά περίπου 160.000 συνδέσεις, ήτοι:
· 140.000 νέες οικιακές συνδέσεις
· 19.000 νέες εμπορικές συνδέσεις
· 350 νέες βιομηχανικές συνδέσεις
Τα αιτήματα που δέχεται η ΔΕΠΑ από μεμονωμένους Δήμους, πόλεις κ.λπ. που ζητούν να αποκτήσουν πρόσβαση στο φυσικό αέριο είναι πραγματικά εντυπωσιακά σε πλήθος, αλλά προφανώς η επιχείρηση δεν μπορεί να ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα γιατί ο σχεδιασμός της βασίζεται σε τεχνοοικονομικές παραμέτρους, δηλαδή στατιστικά δεδομένα των τελευταίων ετών, εκτίμηση προοπτικών, κοστολογίων και εμπορικών στοιχείων (κατανάλωση) των επιλεγμένων περιοχών, από τα οποία προκύπτει το κατά πόσον είναι βιώσιμη κάθε προτεινόμενη επέκταση.
Αλληλεπίδραση με τα διεθνή projects
Αξίζει να σημειωθεί τέλος ότι, παρότι εκ πρώτης όψεως μοιάζουν δύο διακριτοί άξονες, η επέκταση και ανάπτυξη του εσωτερικού δικτύου αερίου και, από την άλλη, η προώθηση των μεγάλων διεθνών projects τα οποία ενδιαφέρουν τη χώρα και την ίδια τη ΔΕΠΑ, φαίνεται ότι έχουν σοβαρή αλληλεπίδραση. Και τούτο διότι η επέκταση του δικτύου θα οδηγήσει σε αύξηση των καταναλώσεων, η οποία αύξηση θα δώσει ώθηση στα ίδια τα μεγάλα ενεργειακά έργα, βασικό χαρακτηριστικό των οποίων είναι η υποδοχή ή η διαχείριση στη «γειτονιά μας» αυξημένων ποσοτήτων αερίου.
Μιλάμε για έργα όπως ο αγωγός TAP, ο νότιος διάδρομος μεταφοράς Ρωσικού αερίου (ο «νέος» ITGI), ο Ελληνοβουλγαρικός αγωγός IGB, αλλά και το πλωτό τερματικό LNG στην Αλεξανδρούπολη.
«Η κοινωνικοκεντρική αντίληψη που μας ώθησε να διερευνήσουμε και να προωθήσουμε την αναβάθμιση της εσωτερικής αγοράς, παράγει, εν τέλει, και σημαντικό επιχειρησιακό αποτέλεσμα, το οποίο αποτελεί μοχλό υποβοήθησης και των διεθνών projects αερίου της χώρας» τονίζουν πηγές της εταιρείας, εξηγώντας ότι μια αναβαθμισμένη ελληνική αγορά θα μπορεί να απορροφήσει ποσότητες αερίου από τους σχεδιαζόμενους αγωγούς, με καλύτερους μάλιστα οικονομικούς όρους, βελτιώνοντας έτσι και το κόστος του ενεργειακού μείγματος της χώρας.
Σύμφωνα με τις διαθέσιμες εκτιμήσεις, η ανάπτυξη του εσωτερικού δικτύου θα «δώσει» μια άνοδο της μέσης κατανάλωσης κατά περίπου 0,5 έως 0,6 bcm, ετησίως μέχρι το 2021 – 2022. Πρόκειται για σημαντική άνοδο αν αναλογιστεί κανείς ότι ισούται περίπου με το 20% της συνολικής αγοράς.