Αύξηση είχαν τα έσοδα του Δημοσίου από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης πετρελαίου θέρμανσης, μετά τη μείωσή του από 330 σε 230 ευρώ τα 1.000 λίτρα.
Ωστόσο η διαμόρφωση των εσόδων από το φόρο αυτό, εξαρτάται αμέσως και από άλλους παράγοντες, όπως οι διεθνείς τιμές πετρελαίου, οι καιρικές συνθήκες στη διάρκεια του χειμώνα, αλλά και αλλαγές στις προτιμήσεις των καταναλωτών, ως προς τον τρόπο θέρμανσης.
Τις επισημάνσεις αυτές κάνει μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), στην οποία γίνεται εκτίμηση των επιπτώσεων που έχουν στην κατανάλωση και στα έσοδα του δημοσίου οι μεταβολές του ΕΦΚ στο πετρέλαιο θέρμανσης (Βασ. Λυχναράς, Ελισ. Νίτση, Χρ. Τριαντόπουλος). Στη μελέτη αναλύονται τα στοιχεία φορολόγησης του πετρελαίου θέρμανσης και των εσόδων του Δημοσίου, όχι με βάση το ημερολογιακό έτος, αφού κάποιες χρονιές ίσχυε διαφορετικό καθεστώς φορολόγησης το πρώτο τετράμηνο και διαφορετικό το τελευταίο, αλλά ανά χειμερινή περίοδο.
Από την ανάλυση και τα σενάρια που μελετήθηκαν, προκύπτει ότι τα σημερινά χαμηλά επίπεδα (διεθνών) τιμών, και ο ΕΦΚ στα 230 ευρώ, είναι ιδιαίτερα ευνοϊκά για τα έσοδα του Δημοσίου, κάτι που επιβεβαιώνεται από τις μέχρι τώρα ενδείξεις. Ειδικότερα, τις χειμερινές περιόδους 2012-13 και 2013-14 οπότε και ίσχυε ΕΦΚ 330 ευρώ τα 1.000 λίτρα, τα έσοδα του δημοσίου ανήλθαν σε 295 και 333 εκατομμύρια ευρώ αντιστοίχως.
Την χειμερινή περίοδο 2014-15 με ΕΦΚ στα 230 ευρώ, τα έσοδα ήταν 362 εκατομμύρια.
Τις ίδιες χειμερινές περιόδους, η εγχώρια κατανάλωση ήταν 894.000, 1.010.000 και 1.573.000 χιλιόλιτρα αντιστοίχως. Για σύγκριση να σημειωθεί ότι τον χειμώνα 2011-12 τελευταία περίοδο με χαμηλό φόρο 60 ευρώ τα 1.000 λίτρα, η κατανάλωση ήταν 3.092.000 χιλιόλιτρα, ενώ τις προηγούμενες χρονιές κυμαίνονταν μεταξύ 3,5 και 4 εκατομμυρίων χιλιόλιτρων.
Αναφορικά με την απώλεια μεριδίων αγοράς από το πετρέλαιο θέρμανσης, η μελέτη επισημαίνει ότι η σημαντική μείωση της ζήτησης, εκτός από το μειωμένο εισόδημα των νοικοκυριών και τον περιορισμό του λαθρεμπορίου, μπορεί να αποδοθεί και στην στροφή των καταναλωτών σε ανταγωνιστικές μορφές καυσίμων η οποία σε πολλές περιπτώσεις είναι μόνιμη (φυσικό αέριο, αντλίες θερμότητας κ.λπ.), όπως και στην ορθολογικότερη χρήση της ενέργειας για λόγους οικονομικούς, περιβαλλοντικούς κλπ.
Πάντως με δεδομένη τη διατήρηση των διεθνών τιμών σε χαμηλά επίπεδα, οι ερευνητές εκτιμούν ότι μια σημαντική μείωση του ΕΦΚ δεν φαίνεται να οδηγεί σε σημαντικές απώλειες κρατικών εσόδων, ενώ μια αύξηση του ΕΦΚ, είναι πιθανόν να αυξήσει τα έσοδα, χωρίς όμως έντονες αρνητικές επιπτώσεις στην κατανάλωση.
Εμμέσως η μελέτη τάσσεται υπέρ της διατήρησης του ΕΦΚ στα σημερινά επίπεδα, επισημαίνοντας ότι στην περίπτωση μείωσης του, η μεγάλη διαφορά με τον ΕΦΚ στο κίνησης θα αποτελέσει κίνητρο για λαθρεμπόριο. Σε κάθε περίπτωση πάντως, συνιστά πριν από την οποιαδήποτε πολιτική απόφαση για μεταβολές στον ΕΦΚ, θα πρέπει να προηγηθεί λεπτομερής ανάλυση και αξιολόγηση των συμπερασμάτων της μελέτης, ώστε να αποφευχθούν αρνητικές επιπτώσεις τόσο στα κρατικά έσοδα, όσο και στα νοικοκυριά.
Τέλος, αναφορικά με την στήριξη των καταναλωτών και της αγοράς, αυτή, σύμφωνα με τη μελέτη θα πρέπει να βασίζεται σε στοχευμένες δράσεις, ώστε να υποστηριχθούν οι πλέον ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες και οι περιοχές με τις μεγαλύτερες ενεργειακές ανάγκες.
Επίσης δε, να ευνοηθούν οι επιχειρήσεις των κλάδων με την μεγαλύτερη σημασία για την ελληνική οικονομία, οι οποίες θα αποφέρουν τα μέγιστα πολλαπλασιαστικά οφέλη στην εθνική οικονομία.
(euro2day.gr, 26/2/2016)