Ανάμεσα στις «πλούσιες» χώρες της ΕΕ συγκαταλέγεται η Ελλάδα, αν την αξιολογήσουμε με βάση το ύψος του ειδικού φόρου κατανάλωσης στη βενζίνη. Με 0,68 λεπτά στο λίτρο, η Ελλάδα είναι τέταρτη στη σχετική κατάταξη κάτω από Αγγλία, Ολλανδία και Ιταλία, ενώ έχει υψηλότερο φόρο από χώρες με πολλαπλάσιο κατά κεφαλήν εισόδημα όπως η Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο, και πολύ υψηλότερο από το Λουξεμβούργο, την Αυστρία και άλλες.
Τα παραπάνω προκύπτουν από τους επίσημους πίνακες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στους οποίους η Ελλάδα κατατάσσεται τέταρτη στο ύψος φορολόγησης της αμόλυβδης βενζίνης, που είναι το πιο διαδεδομένο καύσιμο κίνησης στην Ελλάδα. Στο πετρέλαιο κίνησης η εικόνα είναι καλύτερη, και απλώς το ύψος του φόρου, δείχνει να συμβαδίζει με την αγοραστική δύναμη του Έλληνα καταναλωτή. Να σημειωθεί εδώ ότι η Επιτροπή υπολογίζει στον ειδικό φόρο κατανάλωσης και όσες άλλες επιβαρύνσεις επιβάλλει το Δημόσιο με αποφάσεις του, όπως ειδικά τέλη κλπ.
Έτσι ενώ στην αμόλυβδη βενζίνη 95 οκτανίων ο ΕΦΚ είναι 67 λεπτά, τον αυξάνει σε 68 λεπτά το λίτρο.Επάνω δε σε αυτή την τιμή, επιβάλλεται και ο ΦΠΑ 23%. Ας σημειωθεί εδώ ότι στην Ελλάδα ισχύουν από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ στην ΕΕ, με αποτέλεσμα η συνολική φορολογική επιβάρυνση στα καύσιμα να αντιπροσωπεύει κοντά στο 68% της τιμής στην αντλία για τη βενζίνη, και η τιμή διυλιστηρίου μόλις το 26,6% σύμφωνα με τα στοιχεία της Γ.Γ. Καταναλωτή.
Η προοπτική να αυξήσει τον ειδικό φόρο κατανάλωσης κατά 10-15 λεπτά το λίτρο, όπως είπε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Τρύφων Αλεξιάδης, με «αντίδωρο» τη μείωση των τελών κυκλοφορίας του 2017, απλώς υποκρύπτει τους κλασικούς κουτοπόνηρους σχεδιασμούς των μανδαρίνων του υπουργείου. Δηλαδή χρηματοδότηση ελλειμμάτων με άμεσα εισπράξιμα έσοδα, και στη συνέχεια αναλόγως των αποτελεσμάτων της φοροεπιδρομής, μείωση τελών κυκλοφορίας μετά από ένα χρόνο.
Η κλασσική κουτοπόνηρη πρακτική του υπουργείου Οικονομικών και της πολιτικής ηγεσίας του που δεν διαφέρει από τις πρακτικές των πολιτικών ηγεσιών που κατά τον Σύριζα αντιπροσωπεύουν το παλιό, ενισχύεται από την τρέχουσα συγκυρία των χαμηλών τιμών πετρελαίου. Η σκέψη είναι απλή. Αφού ο καταναλωτής κερδίζει όχι επειδή πέτυχαν κάποιες πολιτικές της κυβέρνησης, αλλά επειδή του το επιτρέπουν οι αγορές, ευκαιρία να του αρπάξουμε όσο πιο πολλά μπορούμε. Αν μετά από κάποιο διάστημα ανέβουν οι τιμές του πετρελαίου, έ τότε ποιος ξέρει ποιος θα είναι στην κυβέρνηση.
Έτσι φτάσαμε ο Έλληνας καταναλωτής να επιβαρύνεται με υψηλότερο ειδικό φόρο, από ότι καταναλωτές χωρών με πολλαπλάσιο κατά κεφαλήν εισόδημα και άρα αγοραστική δύναμη, όπως η Γερμανία, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Σουηδία. Πολύ υψηλότερο φόρο πληρώνει και από τους καταναλωτές χωρών στις οποίες εφαρμόστηκαν μνημόνια, ή μπήκαν σε πρόγραμμα εποπτείας.
Με τη διαφορά ότι στις χώρες με χαμηλότερο ειδικό φόρο, είτε δεν υπάρχει λαθρεμπόριο, είτε αυτό είναι περιορισμένο σε βαθμό που δεν επηρεάζει τα έσοδα του Δημοσίου.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα, που όχι μόνο έχει αφεθεί ανεξέλεγκτο, αφού ελάχιστα από τα προβλεπόμενα έχουν εφαρμοστεί, αλλά οι κυβερνήσεις του παρέχουν και κίνητρα μέσω της αύξησης της φορολόγησης.
Έτσι πλέον το 67,16% στην τιμή της αμόλυβδης βενζίνης αντιστοιχούν σε φόρους, που βρίσκονται ήδη 86% πάνω από την χαμηλότερη φορολόγηση που επιτρέπει η ΕΕ μέσω της Οδηγίας 2003/96, όπως επισημαίνει το συνδικαλιστικό όργανο των πρατηριούχων ΠΟΠΕΚ.
(Μ. Καϊταντζίδης, euro2day, 8/12/2015)